Γράφει ο Παναγιώτης Ι. Μπούμης
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δέν μπορῶ νά καταλάβω τί ἔχει καταλάβει πολλούς (ἀκόμη καί μερικούς θεολόγους) καί τά βάζουν μέ τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Τί τούς πειράζουν; Τί πειράζουν αὐτοί τούς κανόνες καί τί πειράζουν οἱ κανόνες αὐτούς; Ἐκτός ὅτι πολλούς τούς ἀναγκάζουν ἤ τούς ὑποκινοῦν ἄλλοι νά τούς παραβιάζουν, ἄλλοι ἀρέσκονται ἤ καταλήγουν μόνοι τους νά τούς ὑποτιμοῦν καί νά τούς ὑποβιβάζουν. Γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειες καί τίς θεωρίες τους αὐτές, καταφεύγουν, ἀνεπιτυχῶς ὅμως, σέ διάφορα ἐπιχειρήματα:
α) Ἔτσι λένε ὅτι (οἱ) κανόνες εἶναι παλαιοί ἤ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Καί ὅπως οἱ νόμοι τῶν Πολιτειῶν ὡς ἀνθρώπινα θεσπίσματα μπορεῖ νά σφάλλουν, νά περιπίπτουν σέ ἀχρησία καί νά ἀντικαθίστανται, ἔτσι γιατί νά μή συμβαίνει —διαλογίζονται καί ἀποφαίνονται— καί μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πού ἔγραψαν καί παρέδωσαν πάλι ἄνθρωποι.
Ἐδῶ ὅμως σφάλλουν προφανῶς, διότι δέν κάνουν τίς ἀπαραίτητες διακρίσεις. Πολλοί ἴσως ὡς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἐκλαμβάνουν καί τούς διαφόρους κανονισμούς τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ κανονικές διατάξεις διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί Πατριαρχῶν. Πλήν ὅμως ὑπάρχει διαφορά.
Πρέπει δηλαδή ἐξ ἀρχῆς νά καταστεῖ γνωστό καί νά τονιστεῖ ὅτι τούς ἱερούς κανόνες τούς θέσπισαν ἤ ἐπικύρωσαν Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν καί ἀντιπροσωπεύουν ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (Α΄ Τιμ. 3,15).
Καί τοῦτο, γιατί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει κεφαλή τόν Χριστό καί ψυχή τό Ἅγιον Πνεῦμα πού τήν φωτίζει καί τήν καθοδηγεῖ, τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Τό γεγονός αὐτό δηλώνει σαφῶς καί ὁ α΄ καν. τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος βεβαιώνει ὅτι «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες (οἱ Πατέρες) καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες (φωτισθέντες) ὥρισαν τά συμφέροντα».
Αὐτά λοιπόν τά ὁρισμένα εἶναι κανόνες τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καί αὐτά δικαιοῦνται τήν ὀνομασία κανών. Αὐτοί δηλ. οἱ κανόνες, οἱ ὁρισμοί, μᾶς δίνουν τό ἴσιο, τό εὐθές, τό ὀρθό, τό ἀληθές. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀλήθειας ἐκφράζει τήν ἀλήθεια, σέ ἐκεῖνα βέβαια τά θέματα πού ἀναφέρεται σύσσωμη διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί συγκεκριμένως τῶν ἑπτά καί ὅσων ἐπικυρώθηκαν ἀπό αὐτές [β΄ καν. τῆς ΣΤ΄ (πενθέκτης)]. Καί μή λησμονοῦμε ὅτι «ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου» πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία «μένει εἰς τόν αἰῶνα», ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Τό δέ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Πέτρ. 1,25).
Εἶναι πάντοτε ἀνθοῦσα καί ἐπανθοῦσα. Ἡ ἀλήθεια δέν ξεραίνεται, δέν γηράσκει, δέν ἐκπίπτει, δέν παρέρχεται, δέν μαραίνεται, δέν πεθαίνει. Ἄλλωστε ἄν ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν πάντα ζῶσα, παροῦσα καί ἐπανθοῦσα, τότε δέν θά εἶχε σχέση μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά μέ τή λήθη. Δέν θά ἦταν ἁπλούστατα ἀλήθεια.
Μερικοί γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἀμφιταλαντευόμενες θέσεις τους στό θέμα τοῦ διαχρονικοῦ κύρους τῶν κανόνων καταφεύγουν καί σέ μία πρόταση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού παραθέτει σέ μία ἐπιστολή του (τήν τέταρτη) πρός τόν Δωρόθεο Βουλησμᾶ. Συγκεκριμένως ἐκεῖ γράφει ἀφοῦ προηγουμένως παραθέτει τήν ἑξῆς γνώμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Τά παλαιά τιμᾶσθαι θέμις»: « . . . ἀλλ' ἡνίκα (ὅταν) καί τήν ἀλήθειαν ἔχῃ ἐπανθοῦσαν τῷ χρόνῳ».
Ἐν πρώτοις: Σύμφωνα καί μέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πράγματι εἶναι δίκαιο καί ὀρθό νά τιμᾶμε τά παλαιά (π.χ. ἤθη καί ἔθιμα κ.τ.λ.) τά δοκιμασμένα στό χρόνο. Ἕνεκα τούτου πολύ ὀρθά καί ὁ ἅγιος Νικόδημος προσθέτει τό «ἀλλ' ἡνίκα καί τήν ἀλήθειαν ἔχῃ ἐπανθοῦσαν τῷ χρόνῳ». Καί τοῦτο γιατί καί πολλά ἀπό τά ἔθιμα καί ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ἄν καί παλαιά δέν κοσμοῦνται μέ τή διαχρονική καί ἀγέραστη ἀλήθεια, ἀλλά μέ τό χρόνο ξεθωριάζουν καί ἐκπίπτουν.
Γιά κάτι τέτοιες ἀνθρώπινες πράξεις μιλάει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος καί ὄχι γιά τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε μέσα στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνεται καί ὁ κανόνας τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Καί δέν θά μποροῦσε νά ὑπαινιχθεῖ κάτι τέτοιο ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τόν κανόνα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ὁποίου τό λόγιο «τά παλαιά τιμᾶσθαι θέμις» χρησιμοποίησε. Καί δέν θά μποροῦσε νά τόν ὑποτιμᾶ, ὅταν μάλιστα γιά τόν κανόνα αὐτόν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου λέει στά εἰσαγωγικά ὅτι τόν «ἐπεκύρωσεν ὁ β΄ (κανών) τῆς οἰκουμενικῆς ς΄ (στ΄) συνόδου».
Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος κάνει λόγο στήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή του γιά «ἐπανθοῦσα ἀλήθεια», δέν ἀναφέρεται καί δέν τήν ἀμφισβητεῖ ὅτι ὑπάρχει στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στά ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, στά παραδιδόμενα κείμενα καί τήν ἀρίθμηση τῶν «κανόνων» τῆς Καρθαγένης.
Αὐτό διακρίνεται στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς σαφῶς. Γιατί πράγματι σ' αὐτά τά κείμενα ὑπάρχει πρόβλημα. Π.χ. ἄλλη ἔκταση καί ἀρίθμηση ἔχουν οἱ Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλῆς στό «Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων», καί ἄλλη ὁ ἅγιος Νικόδημος στό «Πηδάλιον». Στό «Πηδάλιον» ἀληθῶς ἐμπόνως καί φιλοτίμως προσπάθησε νά διακρίνει καί νά ξεχωρίσει τό κείμενο τό κανονικό (τούς κανόνες) ἀπό τό κείμενο τῶν προτάσεων-εἰσηγήσεων (τά πρακτικά). Δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τί πέτυχε, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ἐκτενῶς:
«Δίδομεν εἴδησιν εἰς τούς φιλολόγους καί ἀναγνώστας τῶν Κανόνων τούτων, ὅτι ἐπειδή αὐτοί, ὄχι μόνον διάφοροι εὑρίσκονται κατά τήν ποσότητα τοῦ ἀριθμοῦ, (παρά μέν γάρ τοῖς ἐξηγηταῖς τῶν Κανόνων ρλζ΄. ἀριθμοῦνται, παρά Δοσιθέῳ ρλη΄. παρά τισι τῶν Λατίνων ρμη΄. καί παρ' ἄλλοις ἄλλως), ἀλλά καί ἡνωμένοι μέν εὑρίσκονται οἱ κατά τό πρᾶγμα διῃρημένοι, διῃρημένοι δέ, οἱ κατά τό πρᾶγμα ἡνωμένοι. Εἰς πολλότατα δέ μέρη καί οἱ τίτλοι καί ἐπιγραφαί, ἤ αἱ περιλήψεις αὐτῶν ἀντί κυρίων Κανόνων καί ἀριθμοῦνται, καί ἐξηγοῦνται ἕως καί ἀπό τόν Ζωναρᾶν, Βαλσαμῶνα, Ἀριστηνόν καί Ἀνώνυμον. Καί εἶναι νά θαυμάσῃ τινάς πῶς οἱ εὐλογημένοι αὐτοί ἐξηγηταί ἐλανθάσθησαν τόσον, καί δέν ἔκαμαν κἀμμίαν περιέργειαν καί διάκρισιν ἀνάμεσα εἰς τούς κυρίους Κανόνας τούς ἐπιγραφομένους, καί εἰς τάς ἐπιγραφάς αὐτῶν. Οὐ μόνον δέ ταῦτα, ἀλλά τό μεγαλῄτερον εἶναι, ὅτι οἱ Κανόνες οὗτοι δέν ἦσαν τῇ ἀληθείᾳ Κανόνες καί ὅροι κατά τό ὄνομά των, ἀλλά εἰς πολλότατα μέρη ἦσαν διαλέξεις μόνον καί διαλαλιαί τῶν Πατέρων μετά ἐρωτήσεων καί ἀποκρίσεων, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, πράξεις καί πρακτικά, καί ἐν τῷ γίνεσθαι Κανόνες, οὐχί ἐν τῷ γεγενῆσθαι. Ὅθεν διά ταῦτα πάντα ἐπεμελήθημεν, ὅσον τό δυνατόν μας, καί μέ πολλήν περιέργειαν ἐκτενίσαμεν τούς Κανόνας τούτους, τούς φύσει διῃρημένους διαιρέσαντες, καί τούς φύσει ἡνωμένους ἑνώσαντες, τάς ἐπιγραφάς ἀποβαλόντες, καί τάς διαλέξεις καί ἐρωταποκρίσεις εἰς ὅρους καί Κανόνας ἀνακεφαλαιώσαντες, καί ἵνα συντόμως εἴπω, ἤδη Κανόνας τῳόντι αὐτούς ἐποιήσαμεν, ὄντας προτοῦ πρακτικά. Καί λοιπόν ἄς μή μᾶς κατηγορήσῃ τινάς διά τοῦτο, ἀλλά μᾶλλον καί ἄς μᾶς εὐχαριστήσῃ διά τόν κόπον . . . τοῦτο οὐχί ἰδίᾳ γνώμῃ ἐποιήσαμεν, ἀλλά μετά ἐρωτήσεως καί βουλῆς τῶν σοφωτέρων καί διακριτικωτέρων ἀπό ἡμᾶς» («Πηδάλιον», σελ. 463-464).
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά λέγαμε κι ἐμεῖς: Νομίζουμε ὅτι καλό θά ἦταν νά ἀνατεθεῖ τό πρόβλημα ὡς θέμα Διατριβῆς σέ κάποιον ὑποψήφιο διδάκτορα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου μέ ἐπιβλέποντα (τόν) ἁρμόδιο Καθηγητή. Χρειάζεται δηλ. βάσει τῶν παραδεδομένων κωδίκων καί ἄλλων ἐγγράφων ἐκκλησιαστικῶν ἕνα ξεκαθάρισμα τῶν κειμένων τῆς Καρθαγένης καί (γιά) νά ἀναδειχθοῦν οἱ πραγματικοί κανόνες της, οἱ κανονικές ἀποφάσεις, ἀπό τίς προτάσεις-εἰσηγήσεις (ἀπό τά πρακτικά).
Αὐτά περί τῶν πραγματικῶν καί κατά κυριολεξία κανόνων. Καί γι' αὐτό ἐκτός τῆς ὀνομασίας κανόνες ἔχουν καί τήν προσωνυμία θεῖοι, γιατί ἔχουν θεσπισθεῖ ἤ ἐπικυρωθεῖ μέ τή θεία ἐπιστασία. Δέν νομίζουμε ὅτι ἄλλο κανονικό ἤ μᾶλλον κανονιστικό κείμενο, π.χ. Κανονισμός ἤ καί Πατριαρχική ἐγκύκλιος ἤ καί Παπική βούλ(λ)α, μπορεῖ νά διεκδικήσει τήν προσωνυμία θεῖος ἤ θεία, οὔτε οἱ ἐκδίδοντες αὐτά θά θέλουν ἤ θά ἔχουν τό θάρρος νά τά προσονομάσουν θεῖα.
Καί γι' αὐτό τονίζουμε ὅτι καί ὡς θεῖοι οἱ κανόνες ἔδιναν καί δίνουν τό ὀρθό, τό ἀληθές.
Καί ἐκτός αὐτῶν τῶν ἐπιχειρημάτων ἕνα ἄλλο εἶναι τό ἑξῆς: Τό ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά παραχαράσσονται οἱ κανόνες, γιατί παραχαράσσεται ἡ ἀλήθεια. Τό γράμμα, ὡς γνωστόν, εἶναι ὁ φορέας τοῦ νοήματος, τοῦ πνεύματος τοῦ κανόνα. Γι' αὐτό καί ὁ β΄ καν. τῆς Πενθέκτης (ΣΤ΄) Οἰκουμ. Συνόδου λέει: «Καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῶ (= συλληφθεῖ) κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομιῶν ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται . . . ».
Γι' αὐτό ὅσοι λένε ὅτι φυλᾶμε τό πνεῦμα τῶν κανόνων καί ἀλλάζουμε τή διατύπωση, τό γράμμα, μᾶλλον σχετικοποιοῦν τά πράγματα, παρά μιλᾶνε ρεαλιστικά, μᾶλλον φιλολογοῦν παρά ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
Φυσικά τά ἀνωτέρω λέγονται γιά τή διαφορετική διατύπωση τῶν κανόνων καί τήν ἀλλαγή τους ἤ ἀντικατάσταση καί ἀναθεώρησή τους καί ὄχι γιά τήν ἀκριβή μεταφορά ἤ μετάφρασή τους σέ ἄλλη γλώσσα ἤ γλωσσικό ἰδίωμα.
β) Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι ἄλλαξαν οἱ καιροί, οἱ ἄνθρωποι, οἱ συνήθειές τους καί γι' αὐτό πρέπει νά ἀλλάξουμε τούς κανόνες.
Ὅμως ἀλλοίμονο, ἄν οἱ ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες θέσπιζαν τούς κανόνες τῆς ζωῆς καί ἀλλοίμονο ἄν οἱ κανόνες ἄλλαζαν ἀνάλογα μέ τίς ἀνθρώπινες ἀλλαγές καί συνήθειες, καθώς καί τίς πολιτικές, κοσμικές ἤ κομματικές ἐπιδιώξεις. Δέν μποροῦμε οὔτε πρέπει νά προσαρμόζουμε τούς κανόνες πρός τίς ἐπιθυμίες καί ἀνθρώπινες ἀδυναμίες ἤ καί ἀδικίες, ἀλλά θά προσαρμόζουμε τίς ἐπιδιώξεις μας πρός τούς θείους καί ὀρθούς κανόνες, πρός τούς δίκαιους καί ἀλάθητους «ὁδοδεῖκτες».
Ἀλλοίμονο ἄν θά κάνουμε τό πρῶτο, νά ἀκολουθοῦμε τίς ἐπιθυμίες μας, τότε δέν θά καταλάβουμε οὔτε τόν κατήφορό μας, οὔτε τόν διχασμό καί τόν γκρεμό πού μᾶς περιμένει.
Οἱ ἱεροί κανόνες προσφέρουν σέ κάθε πιστό τό πρότυπο, βάσει τοῦ ὁποίου ὀφείλει αὐτός νά πολιτεύεται καί νά πορεύεται. Οἱ κανόνες ἀποτελοῦν ἕνα μέτρο, ἕνα κριτήριο, βάσει τοῦ ὁποίου κρίνονται ἀντικειμενικά οἱ πράξεις καί ἡ συμπεριφορά τῶν πιστῶν, τῶν ποιμένων καί τῶν ποιμαινομένων.
Ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτοί καί οἱ ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά κινδύνευε ὁ καθένας μας νά πέσει σέ ὑποκειμενικές κρίσεις καί διακρίσεις καί ἀδικίες «φυσιούμενος (= παρασυρόμενος, φουσκωμένος) ὑπό τοῦ νοός τῆς σαρκός αὐτοῦ» (Κολ. 2,18).
Οἱ ὑποστηρίζοντες τή δυνατότητα ἤ ἀναγκαιότητα ἀλλαγῆς τῶν κανόνων προβάλλουν, γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἄποψή τους, ἕνα χωρίο ἀπό τόν 87 καν. τοῦ Μεγ. Βασιλείου (Παραδόξως χρησιμοποιοῦν κανόνα, ἐνῶ θέλουν νά τούς ἀλλάξουν!).
Ὁ κανόνας αὐτός ἀναφέρεται στό ζήτημα «Περί τοῦ δύο ἀδελφάς ἀγομένου (λαμβάνοντος) εἰς γάμον». Καί στό ἐν λόγῳ χωρίο τοῦ κανόνα ὁ Μέγ. Βασίλειος γράφει: «Καταγελῶ τοῦ τῶν νομοθεσιῶν τούς καιρούς μή διακρίνοντος».
Καί αὐτή του τή δηκτική ἀπάντηση τήν ἀπευθύνει σ' ἐκείνους πού τοῦ πρόβαλαν ὡς ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ ἀνωτέρου γάμου τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (νομοθεσίας).
Τότε τούς λέει αὐτούς τούς λόγους ὁ Μέγας Βασίλειος πού σημαίνει ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος μιλάει γιά τίς ἑξῆς δύο νομοθεσίες: Τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὄχι γιά ἄλλες νομοθεσίες, καί ὄχι γιά τή δυνατότητα γιά κάποια νεότερη ἀπό τήν Καινή, γιά κάποια τρίτη διαφορετική διαθήκη - νομοθεσία.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος τό καθιστᾶ σαφές: «Καταγελῶ ἐκεῖνον ὁποῦ τοῦτο ἤθελεν εἰπεῖ. Ἐπειδή δέν κάμνει διαφοράν τοῦ καιροῦ, καθ' ὅν εἶπεν ὁ Θεός τό αὐξάνεσθε, καί πληθύνεσθε καί τοῦ καιροῦ, καθ' ὅν ὁ Θεός διά τοῦ Παύλου ἔδωκε τήν νομοθεσίαν τῆς ἀπροσπαθείας (μετρημένης λήψεως καί χρήσεως) τῶν γυναικῶν».
Καί μήν ξεχνᾶμε ὅτι Ἁγία Γραφή καί δή οἱ ἐντολές της καί οἱ θεῖοι κανόνες εἶναι ἀλληλένδετοι καί ἀνήκουν στήν ἴδια νομοθεσία. Καί ἐπί πλέον, νά ἔχουμε ὑπόψη μας: Ὅταν καταργοῦμε τούς ἱερούς κανόνες, ἴσως ἀθελήτως καταργοῦμε καί τούς κανόνες (ἐντολές) τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅ,τι ἦταν νά καταργηθεῖ ἀπό τή νομοθεσία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καταργήθηκε ἤ ἀναθεωρήθηκε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τήν καινή νομοθεσία.
Μή θελήσουμε τώρα νά καταργήσουμε καί τήν Καινή καί νά προβάλλουμε μία καινότερη (νεότερη) νομοθεσία-Διαθήκη. Αὐτή δέν θά εἶναι μία ἄλλη Καινή, ἀλλά ἁπλούστατα μία κενή, μία νεωτεριστική, μία ἀναξιόπιστη νομοθεσία, ἀφοῦ θά ἀντιτίθεται πρός τήν αὐθεντική καί διαχρονική καί θεία νομοθεσία.
Σημειωθήτω ὅτι καί μία Οἰκουμενική Σύνοδος δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ ἀντίθεση μέ προηγούμενη Οἰκουμενική Σύνοδο, γιατί ἁπλούστατα δέν θά εἶναι Οἰκουμενική αὐτή. Μία σύνοδος, γιά νά εἶναι Οἰκουμενική, πρέπει νά ἔχει τήν καθολικότητα καί κατά πλάτος καί κατά βάθος.
Μέ τό κατά πλάτος ἐννοοῦμε ὅτι πρέπει νά ἐκπροσωπεῖ τήν καθόλου ἐπί γῆς ζῶσα καί στρατευόμενη Ἐκκλησία. Καί μέ τό κατά βάθος ἐννοοῦμε τήν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει ἐκπροσωπηθεῖ μέ τίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους καί τίς ἀποφάσεις τους (ὅρους-κανόνες). Σχετικά παραθέτουμε ἕνα παραστατικό σχῆμα στό Κανονικό μας Δίκαιο, ἐκδόσεις «Γρηγόρη», Ἀθήνα 2002, σελ. 177.
Ἐπίσης πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι γιά τή λύση πολλῶν ἀναφυομένων μέσα στήν Ἐκκλησία προβλημάτων ἐκτός ἀπό τήν πιστή τήρηση τῶν κανόνων, ἐκτός δηλαδή ἀπό τήν ἀκρίβεια, ἔχουμε καί τό μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.
Ἐκκλησιαστική οἰκονομία εἶναι ἡ ἁρμοδίως καί ἀπό χριστιανική διάθεση-ἀγάπη πρόσκαιρη (ἤ διαρκέστερη) καί λογική παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια τῶν κανόνων χωρίς μετακίνηση τῶν δογματικῶν ὁρίων, πρός σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Τέλος ἀκόμη πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι καί στήν παροχή τῆς οἰκονομίας ὑπενθυμίζουμε τήν ἀκρίβεια, ἔτσι ὥστε νά διαιωνίζουμε τό κανονικό καί ὀρθό καί νά τό ἀνανεώνουμε.
Καλά Χριστούγεννα καί εὐλογημένο τό ἔτος 2022.