Του Ερημίτη στην Romfea.gr
Είναι αληθές ότι ο σύρων τας γραμμάς ταύτας δεν κομίζει «γλαύκα» εις Αθήνας, αλλ’ ότι αι Αθήναι απορρίπτουν την «γλαύκα» ως μέρος της πατροπαραδότου παραδόσεώς των, ερωτοτροπούντες μετ’ αλλοτρίων σχημάτων, άτινα εξοβελίζουν και αλλοτριώνουν τα διαλαμβανόμενα εν ταις λειτουργικαίς δέλτοις.
Αφορμώμενος εκ δημοσιευμάτων, μετά φωτογραφικών στιγμιοτύπων, άτινα αναρτώνται εν τω διαδικτύω, εκ της Μεγάλης Δεσποτικής Εορτής των αγίων Θεοφανείων και την εν αυτή τέλεσιν του Μεγάλου Αγιασμού των Υδάτων (ακολουθίας συναρπαστικής, αποκαλυπτικής των κοσμολογικών διαστάσεων της σωτηρίας), εκ του ελλαδικού χώρου, διεπίστωσα ότι αρκετοί, εκ των τελούντων τον της εορτής Αγιασμόν, υπερβαίνουν τας υποστατικάς διατάξεις της Εκκλησίας, μετά πολλών προχειροτήτων, αυτοσχεδιασμών, ακαταστασίας, ελλείψεως στοιχειώδους ευπρεπείας του χώρου και άλλων πολλών, άτινα παρακατιώντες θ’ αναφέρομεν, ουχί προς έλεγχον αλλά προς υπενθύμισιν, προβληματισμόν και επανατροχιασμόν τη ιερά της Εκκλησίας παραδόσει.
Α. Καινοφανής, κακίστη συνήθεια, ήτις εισήλθεν εις την Εκκλησίαν είναι η τέλεσις του Μεγάλου Αγιασμού προς δυσμάς, απόρροια και τούτο του εκκοσμικευμένου πνεύματος που κατά τα τελευταία έτη, με μορφήν επιδημίας δυστυχώς, πνέει εντός των κόλπων της Εκκλησίας ημών, ήτις έρχεται άκρως αντίθετος με τας διατάξεις της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας η αρχαιοτάτη παράδοσις ερειδομένη εις την Αγίαν Γραφήν -Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην-, εις τους Αγίους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρας της Εκκλησίας θέλει και επιβάλλει να προσευχώμεθα κατ’ ανατολάς.
Ως πρακτικώς κατ’ ανατολάς οικοδομούμεν τους Ναούς μας, θάπτομεν τους νεκρούς μας, προσευχόμεθα λειτουργικώς, αλλά και ατομικώς κλίνομεν γόνυ. Τούτο δε έπραττε, μέχρι και της Β΄ Βατικανείου Συνόδου, άπας ο χριστιανικός κόσμος.
Αλλ’ ας εκθέσουμε εν συντομία, το διατί ούτως η Εκκλησία πράττει. Ο Θεός δεν ονομάζεται μόνον αγάπη, ελπίς, δικαιοσύνη, ειρήνη, αλλά και φως, ήλιος της δικαιοσύνης και «Ανατολή».
Μας το αναφέρουν οι προφήται Ιερεμίας και Ζαχαρίας. Εις το βιβλίον της Γεννέσεως αναγινώσκομεν πως ο Θεός εποίησεν τον Παράδεισον κατ’ Ανατολάς.
Καί ουχί τυχαίως. Καθ’ ότι Ανατολή, φως και ήλιος τυγχάνουν σύμβολα του Θεού, του φωτός και της ζωής, ενώ η Δύσις τυγχάνει σύμβολο του Διαβόλου, του σκότους, του θανάτου.
Εις Ανατολάς λοιπόν βρίσκεται η πατρίς του ανθρώπου, ο Παράδεισος, («Καί εφύτευσεν ο Θεός τον Παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον ον έπλασε» [Γεν., Β΄ 8]).
Δι’ ο και όταν ο Θεός εξέβαλεν τον άνθρωπον εκ του Παραδείσου, όρισε να βλέπη κατ’ Ανατολάς, ίνα επιζητή την πατρίδα εξ ης εξήλθεν.
Τούτο τονίζει ο της Καισσαρείας φωστήρ Βασίλειος ο Μέγας, εις τον λόγον του περί Αγίου Πνεύματος, «τούτου χάριν πάντες μεν ορώμεν κατ’ ανατολάς επί των προσευχών ολίγοι δε ίσμεν, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, ον εφύτευσεν ο Θεός εν Εδέμ κατά ανατολάς»(P.G., T 138,σ.839-841).
Από ανατολών εγένετο και η του Κυρίου Ανάληψις. Ο Χριστός αναλαμβανόμενος προς τους ουρανούς επορεύθη προς ανατολάς, ως προείδεν ο προφητάναξ Δαυίδ λέγων: «Τω επιβεβηκότι επί του ουρανού κατά ανατολάς». ( Ψαλμ. ΞΖ΄ 34). Αλλά και εξ Ανατολών θα γίνει και η Β΄ παρουσία του Χριστού ως τονίζει η Αγία Γραφή: «Ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμάς, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου». (Ματθ., ΚΔ΄ 27).
Καί προλέγει και ο προφήτης Ζαχαρίας σχετικώς: «Καί στήσονται οι πόδες αυτού εν τη ημέρα εκείνη επί το όρος των ελαιών το κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών». (Ζαχ., ΙΔ΄ 4).
Ο δε, μέγας δογματολόγος της Εκκλησίας, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι δεν προσκυνούμεν κατ’ ανατολάς απλώς και ως έτυχεν∙ αλλ’ επειδή η φύσις μας είναι σύνθετος, δηλαδή ορατή και αόρατος, νοητή και αισθητή, προσφέρομεν στον Δημιουργό διπλή την προσκύνησιν: «Η ψυχή είναι στραμμένη νοερώς προς τον Θεόν και ταυτοχρόνως το σώμα προσκυνεί προς ανατολάς» (P.G., T94, σ.1133Β-1136Β). Εις την ακολουθίαν της κατηχήσεως, προ του μυστηρίου του Βαπτίσματος, ο μέλλων βαπτισθήναι, προς δυσμάς στρεφόμενος αποτάσσεται τω σατανά.
Κατ’ ανατολάς δε μεταστρεφόμενος, συντάσσεται τω Χριστώ, καθ’ ο ελέχθη η δύσις είναι σύμβολον του σκότους, του σατανά, της κολάσεως, του θανάτου, η δε ανατολή, του Χριστού, του φωτός, της ζωής, του παραδείσου. Ο δε Κύριος, εν τη Β΄ Αυτού παρουσία, εξ ανατολής θέλει έλθη, δι’ ο και οι νεκροί θαπτόμενοι προς ανατολάς αναμένουν την Ανάστασιν.
Διά τους λόγους τούτους και πολλούς άλλους η ορθόδοξος παράδοσις απαιτεί, όπως κάθε είδους προσευχή, που τελείται εντός ή εκτός Ναού να τελείται κατ’ ανατολάς.
Τυγχάνει όμως άκρως λυπηρόν, ότι, ενώ άπασαι αι ορθόδοξαι χριστιανικαί Εκκλησίαι, συμπεριλαμβανομένων και των προχαλκηδονίων, τελούν τας λειτουργικάς και ατομικάς αυτών προσευχάς και λοιπάς ιεροτελεστίας, κατά τα παραδεδομένα, μόνον η Ελλαδική Ορθόδοξος Εκκλησία παρουσιάζει τοιαύτην αντιπαραδοσιακήν κατάστασιν.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι και οι ουνίται ή ελληνόρυθμοι τελούν απάσας τας λειτουργικάς πράξεις και ιεροτελεστίας αυτών προς ανατολάς. Η δε καθ’ ημάς Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, και τούτους υπερβαίνουσα, ανάγεται απ’ ευθείας εις την Β΄ Βατικάνειον σύνοδον, εφαρμόζουσα και εναγκαλιζομένη τα των Λατίνων.
Ἀκρως λυπηρόν τυγχάνει πως οι άγιοι Άρχιερείς, οίτινες εις την αρχιερατικήν των ομολογίαν διακηρύσσουν, ενώπιον κλήρου και λαού κατά την ημέραν της χειροτονίας των, ότι θα φυλάξουν άπαντα τα υπό των αγίων Πατέρων θεσπισθέντα και παραδοθέντα «μηδέν προσθέτοντες, μηδέν αφαιρούντες», προβαίνουν εις τοιαύτην καινοτομίαν.
Άκρως έτι λυπηρότερον τυγχάνει πως Αρχιερείς, οίτινες αναδεικνύονται, εν γραφίδι, σφοδροί πολέμιοι του οικουμενισμού και της Β΄ Βατικανείου συνόδου, καυτηριάζοντες ποικιλοτρόπως τας συμπροσευχάς και τους εναγκαλισμούς μετά των Λατίνων, ολισθαίνουν και ούτοι εις τα ως άνω διαλαμβανόμενα.
Η ξαφνική αύτη εμφάνισις, εις την ζωήν της Εκκλησίας, της τελέσεως δηλονότι των ιερών ακολουθιών προς δυσμάς, τυγχάνει αθεολόγητος και ως εκ τούτου εκτός της ιεράς παραδόσεως, άρα και εξοβελιστέα εκ της πράξεως της Εκκλησίας.
Όταν βεβαίως, επιπολαίως καταπατώμεν τας ιεράς και από συστάσεως μακραίωνας παραδόσεις της Εκκλησίας, διά να ικανοποιήσωμεν τα ψυχολογικά, υπαρξιακά κ.λπ. μας προβλήματα και να καταξιωθώμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, όταν το μόνο που μας απασχολεί είναι η αυτοπροβολή και ότι ημείς επιτελούμεν «το κάτι άλλο» διά να δημιουργήσωμεν εντύπωσεις, τότε επιδιώκομεν όντως ατομοκεντρικήν επιβολήν «παρά το σέβας του ιερού» και τότε σίγουρα προς την δύσιν πρέπει να στραφώμεν, διότι μόνον ο άρχοντας αυτής δύναται να ικανοποιήση τοιαύτας ανάγκας.
Ο Κύριος έχει ομιλήσει εις ημάς ξεκάθαρα: «Ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκεται ότι εμέ πρώτον μεμίσηκε. Ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει» (Ιωάν. ΙΕ, 18).
Ο Μ.Βασίλειος αισθάνεται την συνέχειαν της Εκκλησίας και την ανάγκην να υπακούση και να σεβαστή όσα παρέλαβε, εις αντίθεσιν με ημάς τους σημερινούς, μάλλον πολύ μικρότερους του Βασιλείου, που τα πάντα περιεργαζόμεθα, τα πάντα αμφισβητούμε, ουδέν μας αναπαύει και ουδέν υιοθετούμε.
Ο δε ιερός Χρυσόστομος κραυγάζει: «Δέχομαι τα ειρημένα, ου πολυπραγμονώ τα σεσιγημένα, κατανοώ τα αποκαλυφθέντα, ου περιεργάζομαι τα συγκεκαλυμμένα, διά τούτο γαρ συγκεκάλυπται» (P.G. 56 σελ.136)
Β. Η τυπική διάταξις της Εκκλησίας προβλέπει, καθαγιασμό του ύδατος, διά του εμβαπτισμού της δεξιάς χειρός του ιερέως εντός αυτού και μάλιστα εις την ακολουθίαν του Μ.Αγιασμού δύο φοράς, εκ τριών καθ’ εκάστην.
Μετ’ εκπλήξεως πολλής όμως παρατηρούμεν, ότι ένιοι εξ ημών καθαγιάζουν το ύδωρ ξενοτρόπως, άνευ εμβαπτισμού της χειρός των εντός αυτού, αλλ’ εξ αποστάσεως και μάλλον μετά μεγίστης ραθυμίας!!!
Γ. Ομοίως η τυπική διάταξις, σαφώς αποφαίνεται περί του εμβαπτισμού του Τιμίου Σταυρού εντός του ύδατος κατά την ψαλμωδίαν του απολυτικίου, ότι ο ιερεύς «βαπτίζει τον Τίμιον Σταυρόν, όρθιον αυτόν κατάγων εν τω ύδατι και ανάγων» (Μ. Ευχολόγιον).
Τα γινόμενα εν τη πράξει όμως προκαλούν πέραν της θλίψεως και θυμηδίαν ουκ ολίγην. Είδομεν πολιούς αρχιερείς και ιερείς να εμβαπτίζουν τον Τίμιον Σταυρόν αντίστροφα και μάλιστα κρατούντες Αυτόν διά της μιάς χειρός ομού με τους κλάδους των φυτών, διά τον ραντισμόν, και τούτους περιτυλιγμένους διά χάρτου αλλουμινίου. (Αληθώς, εις ποίαν τυπικήν διάταξιν προβλέπεται ο εμβαπτισμός του Τιμίου Σταυρού, ομού με τους κλάδους των φυτών;)
Οι κλάδοι έναν σκοπόν έχουν, τον ραντισμόν του λαού. Διά την, εκτός τυπικού, συνήθειαν ταύτην, το μόνον που κατορθούται είναι η ενίσχυσις της αμφιβολίας και της απιστίας των ολιγοπίστων ή και απίστων, ότι ο αγιασμός παραμένει αναλλοίωτος εις τον χρόνον, χάριν εις τας αντισηπτικάς ιδιότητας του βασιλικού, του δενδρολιβάνου ή άλλων φυτών (αν υπάρχουν τοιαύται...), άτινα χρησιμοποιεί ο λειτουργός διά τον ραντισμόν του λαού, γεγονός το οποίον, οι ασχολούμενοι σοβαρώς εξ ημών με τον λαόν πολλάκις και πλειστάκις το έχουν ακούσει ως επιχείρημα στηρίξεως των αστηρίκτων.
Είδομεν κολυμβήθρας λιλιπουτίους, καθ’ ας μόνον η βάσις του Τιμίου Σταυρού δύναται να βυθισθή.
Είδομεν παραπλεύρως αυτών φιάλας πεπληρωμένας ύδατος, εσφραγισμένας, αίτινες διανεμήθησαν εν συνεχεία εις τους επισήμους, ως αγιασμός (sic)! Δύναται ποτέ το περιεχόμενο των φιαλών αυτών να είναι αγιασμός;;;!!!
Ενταύθα έχει ισχύν το του σοφού Ξενοφάνη του Κολοφώνιου: «...κλέπτειν μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν». Τοσούτον δύσκολον τυγχάνει η απόκτησις καταλλήλου κολυμβήθρας διά τον σκοπόν αυτόν;
Δ. Εν συνεχεία μορφήν επιδημίας έχει λάβει και η πλήρως εκκοσμικευμένη και αποιεροποιημένη κατάδυσις του Τιμίου Σταυρού εική και ως έτυχεν, εις κολυμβητήρια, πισίνας, υποτυπώδη και κακόγουστα συντριβάνια, χάριν εντυπωσιασμού και θεάματος, εν μέσω χριστιανών(;), οίτινες δεν ησθάνθησαν την ανάγκην να εκκλησιαστούν την Δεσποτικήν αυτήν ημέραν, να μεταλάβουν αγιασμού, να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό, να φωτιστούν.
Τουναντίον, αισθάνονται αδήριτον την ανάγκην να συμμετάσχουν εις την φολκλορικήν αυτήν τελετήν, καπνίζοντες, χαριεντιζόμενοι, χειροκροτούντες και ασεβούντες. Καί ταύτα πάντα να ευρίσκουν υποστηρικτήν εμμέσως ή αμέσως τους έχοντας διακονίαν εν τη Εκκλησία.
Όντως, η εξ αποκαλύψεως πίστις, ΘΡΗΣΚΕΙΑ...! Είδομεν αυτοσχεδιασμούς, αυθορμητισμούς, απροσεξίας, προχειρότητας, λαικισμούς, άτινα εγγίζουν την ασέβειαν.
Ε. Μέγιστον προβληματισμόν φέρει και ο τρόπος ρίψεως του Τιμίου Σταυρού εις τα ύδατα θαλασσών, ποταμών, λιμνών κ.λπ.
Τον προβληματισμόν τούτον εξέφρασεν εις ημάς όμιλος κληρικών και λαικών, ομοδόξων, εξ άλλης τοπικής Εκκλησίας εις σχετικήν συζήτησιν. Καί όντως είναι γεγονός ότι και σε αυτήν την πράξιν κυριαρχεί η προχειρότης και ο αυτοσχεδιασμός.
Δύναται ο Τίμιος Σταυρός να ρίπτεται εκ του λειτουργού εις τα ύδατα δίκην δίσκου, σφαίρας ή λίθου, καταβάλλων δύναμιν διά την όσον το δυνατόν μακρύτερον εκ της ξηράς κατάδυσίν Του;
Είδομεν εις το διαδίκτυον (youtube) κατάδυσιν του Τιμίου Σταυρού εις θαλάσσας, λίμνας και ποταμούς και όντως εντυπωσιάζεται τις αρνητικότατα εκ του τρόπου, της εφευρετικότητος και προχειρότητος της καταδύσεως.
ΣΤ. Απαράδεκτος θεολογικώς συν τοις άλλοις εμφανίζεται και η λειτουργική αμφίεσις των κληρικών κατά την ημέραν αυτήν, ήτις επ’ εσχάτων εμφανίζει μορφήν επιδημίας, σχετικώς με το χρώμα της ιεράς αμφιέσεως, ήτις ουκ αφήκε ανέπαφους και αυτούς τους ζηλωτάς των πατρώων παραδόσεων.
Τυγχάνει αληθές ότι η ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει κωδικοποιήσει τα χρώματα των ιερών αμφίων, αναλόγως των εορτών, ως τούτο συμβαίνει εις την ρωσσικήν και άλλας τοπικάς Εκκλησίας.
Όμως, όταν αναγινώσκομεν εις νέας τυπικάς διατάξεις, ότι «εάν ευρισκόμεθα εις θάλλασαν φορώμεν άμφια μπλε ή αν ευρισκόμεθα εις ποταμούς και ορεινούς τόπους φορώμεν άμφια πράσινα και εν συνεχεία βλέπομεν, ως εν τοις πρόσθεν αναφέρομεν, επιδημικώς την γενίκευσιν του χρώματος μπλε, τότε ο έχων κοινόν νούν ανατρέχει εις παγανιστικάς εορτάς του Ποσειδώνος, της Θαλάσσης, του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος, των Δασών κ.λπ. και ουχί εις την μεγάλην των Θεοφανείων εορτήν, όπου το φως (εξ ου και Φώτα) και η θεολογία της ημέρας, «διά των ορωμένων», (ακολουθία Μ.Αγιασμού), εκφράζεται διά του λευκού χρώματος, διό και κατά το βαπτισμόν των κατηχουμένων, νηπίων και εν ηλικία, τα λευκά ενδύματά, άτινα ενδύονται αύθις αναδυόμενοι εκ της κολυμβήθραν, ονομάζονται ενφώτια. Διότι διά ποίου άλλου χρώματος, πλην του λευκού δύναται να εκφραστή το φως.
Διό και η χρήσις του λευκού εις την Αγίαν Γραφήν συμβολίζει την αγνότηταν, την καθαρότηταν, την λαμπρότηταν, την χαράν, την νίκην. («Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». [Ψαλμ.Ν΄,7], «Καί τα ιμάτια αυτού εγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι» (Μαρκ.9,3), «...και εδόθη αυτού εκάστω στολή λευκή» [Αποκ.6,11]).
Σημαντικότατη μαρτυρία των πρωτοχριστιανικών χρόνων σχετικά με τη βαπτισματική αμφίεσι, ως τούτο αναγινώσκομεν εν τω βίω του αγίου Γελασίνου-Γελασίου, (Πασχάλιον Χρονικόν, Corpus scriptorium historiae byzantiae) όστις εμαρτύρησε εν έτει 259 μ.Χ. και ήτο μίμος, τυγχάνει ότι θέλοντας να διακωμωδήση το Άγιον Βάπτισμα, ειδωλολάτρης ων και βαπτιζόμενος υπό άλλους μίμους, υποκρινομένους τους επισκόπους και ιερείς, ενεδύθησαν άπαντες ιμάτια λευκά.
Το αυτό, εν έτει 275 μ.Χ., εποίησε και ο άγιος Πορφύριος ο από μίμων στην Καισάρεια. Ο άγιος Αμβρόσιος εις την μυσταγωγικήν κατήχησιν των νεοφώτιστων μαρτυρεί.
«Πήρε λοιπόν τα λευκά ενδύματα της ακακίας κατά τον προφητικόν λόγον ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθησομαι».
Εις το τυπικόν της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αιών), αναγινώσκομεν τα εξής: «Επιστάσης της ώρας του Μ.Αγιασμού εξέρχεται ο Καθηγούμενος, και ο ιερεύς συν τοις διακόνοις και πάσι τοις μοναχοίς περιβεβλημένοις στολάς λευκάς, οι κληρικοί μετά των τιμίων ξύλων και ανέρχονται εις την κολυμβήθραν».
Έχοντας βάσιν ταύτας και πολλάς άλλας μαρτυρίας της Αγίας Γραφής, των αγίων Πατέρων, των βίων των Αγίων, την απ’ αιώνων πράξιν των ιερών μονών, νομίζομεν ότι εις προβληματισμός, εις τα υπό των τυπικών διαλαμβανόμενα αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου ζήλος και σπουδή δι’ ευπρέπειαν, επιμέλειαν, ευσέβειαν, σοβαρότητα κ.λπ. πολύ θα συνέβαλε νομίζομεν εις την διαμόρφωσιν ήθους και εκκλησιαστικής συνειδήσεως, εις ποιμαίνας και ποιμαινομένους.
Αν και εν τω εκκλησιαστικώ χώρω -επειδή ο προβληματισμός προϋποθέτει αναγνώρισιν λάθους και εν ταυτώ ταπείνωσιν- τυγχάνει τούτο απίθανον.