Εσπερινός ... το πρωί;;

 

Γράφει ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος


«Παλιά η θρησκεία ήταν για τα πλήθη

κάτι που αφορούσε την φαντασία,

στις μέρες μας όμως ο χριστιανός

πρέπει να έχει μια αιτιολογία για την πίστη του.

Δεν πρέπει μόνον να πιστεύει

πρέπει και να γνωρίζει·

όχι μόνον να ακούει

αλλά και να καταλαβαίνει»

 

Είναι κοινό μυστικό ότι οι χριστιανοί καθόλου δεν κατανοούν την τυπική διάταξη της προσευχής–ακολουθίας των εορτών, που υποτίθεται αυτοί τελούν! Γενικώς, την προσευχή πλέον στον ναό οι χριστιανοί δεν την τελούν... την υφίστανται!!

Μπορεί να λέμε... τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμην ἐπιτελοῦμεν... δυστυχώς όμως, μόνον οι ψαλτοπαπάδες ΙΣΩΣ να επιτελούν ΜΝΗΜΗΝ, αν καταλαβαίνουν κάπως την γλώσσα [πράγμα διαρκώς μειούμενο...!

Οι νέοι ιερείς δεν ξέρουν να διαβάσουν καν σωστά τα δίφθογγα!! Διαιρούν την δίφθογγο υι (!!) και όχι μόνον...]. Σήμερα πλέον το θέμα γίνεται πολλαπλασιαστικά δυσκολότερο, γιατί υπάρχει άγνοια και γλώσσας (νοήματα) και τελουμένων (γιατί... κάνουμε ή λέμε...!)!

Η διάθεση προσευχής στην ψυχή του ανθρώπου έχει ένα «φυσικό» αντανακλαστικό το ξημέρωμα και το βράδυασμα της μέρας. Αρχίζοντας η μέρα και κλείνοντας η μέρα, ο άνθρωπος έχει «φυσική» την διάθεση να απευθυνθεί σ’ Αυτόν που αγαπά και θεωρεί Κύριο της ζωής του.

Λατρεία είναι η εγκάρδια, απόλυτη υποταγή και αφοσίωση της ψυχής του ανθρώπου στον Θεό (Δευτ. 6, 13). Είναι δε η λατρεία (= φανέρωση ενδόμυχων και ειλικρινών αισθημάτων) εντελώς διαφορετική από την προσκύνηση (= τιμώ και σέβομαι) παρ’ ότι πολλές φορές χρησιμοποιείται η προσκύνηση με το νοηματικό περιεχόμενο της λατρείας.

Η λατρεία εμπεριέχει τα της προσκυνήσεως, αλλά ποτέ το αντίθετο. Είναι δυνατόν κάποιος να προσκυνεί, αλλά να μη λατρεύει, αλλά είναι αδύνατο το αντίθετο, να λατρεύει και να μη προσκυνεί.

Το πλάσμα ενώπιον του Πλάστου, το παιδί μπροστά στον Πατέρα του επικαλείται, εύχεται, ικετεύει, υμνεί, δοξολογεί, παρακαλεί. Οι Εβραίοι με υψωμένα τα χέρια, με καλυμμένο το κεφάλι, γονατιστοί ή χτυπώντας τα στήθη, πέντε φορές την ημέρα (τρίτη, έκτη, ενάτη ώρα και πρωινή και εσπερινή προσευχή) από κοινού προσεύχονταν.

Ο Χριστός προσδίδει νοηματική πληρότητα στην προσευχή τους (-μας) με το Πάτερ ἡμῶν... (οὕτως οὖν προσεύχεσθε... Ματθ. 6, 9-13) και μας μαθαίνει την καθ’ εκάστην αναφορά μας σ’ Αυτόν (... τόν ἐπιούσιον...).

Έτσι διαμορφώθηκαν στην κοινή λατρεία των μοναστηριών οι προσευχητικές συνάξεις (ακολουθίες) του Όρθρου (πρωί) και του Εσπερινού (βραδυνό) καθώς και του Αποδείπνου και Μεσονυκτικού. Και οι χριστιανοί των πόλεων και των χωριών, προσεύχονται (...;; μάλλον μόνος ο παπάς, με λίγους... συνταξιούχους!!) το πρωί (όρθρος) και το απόγευμα-βράδυ (εσπερινός). Προσεύχονται...!; Τρόπος του λέγειν!!

Περισσότερο τελούν θρησκευτικό–προσευχητικό τυπικό ακατανόητο νοηματικά, που προσπαθεί να αντισταθμίσει την ακαταληψία με την ψυχική ανακούφιση που δίνει η θυσιαστική αγαπητική διάθεση της συμμετοχής.

Λειτουργικό γκέτο τελικά, όπου οι πιστοί είναι περισσότερο φιλακόλουθοι, παρά συνειδητοί αποδέκτες του Ευαγγελικού μηνύματος! Και καταλήγει το θέμα στο, αν κάποιος του αρέσει και το συνήθισε (...αναπαύομαι!).

Έχουμε και στην περίπτωση, μεγαλοπρεπή επανεγκατάσταση του υποκειμενισμού, που η Εκκλησία αγωνίζεται να εξοβελίσει από το να είναι κριτήριο ενέργειας για τους χριστιανούς!

Εδώ φτάσαμε στο κατάντημα όταν κάποιος γίνεται μοναχός οι κληρικοί να απαντούν στις αντιρρήσεις των δικών του με το «επιχείρημα»: Αφού του αρέσει και είναι... ευτυχισμένος!!;;

Και το χειρότερο δεν υπονοιάζονται καν τι δαιμονική θύρα ανοίγουν διάπλατα. Έτσι και στην περίπτωση αυτή. Έγινε η προσευχή ανακουφιστική επιλογή. Μας αρέσει και μας κάνει... ευτυχισμένους!! Κανένας λόγος για θυσία και αφιέρωση!

Ο Χριστός απών... θέμα προσωπικού γούστου και «επιλογής»! Χάος...!! Υπόθεση διαθέσεως, όχι αθλήματος!! Θέμα «ιδιότυπου μαστουρώματος» (συγχωρείστε με), όχι κόπος αγάπης για αυτοπαράδοση «εἰς τὰς χεῖρας Κυρίου».

Πολλές φορές, για αύξηση του αγαπητικού κόπου της προσευχής, η Εκκλησία αποφάσιζε (και αποφασίζει) να συνενώσει τα προσευχητικά τμήματα (εσπερινός – όρθρος – Θ. Λειτουργία) σε ένα.

Κάνοντας με συνολική τέλεσή τους, αγρυπνία! Δηλαδή σε ενιαία έκφραση, που αυξάνει, όπως είπαμε, τον κόπο και απελευθερώνει από την αυταπάτη ότι η προσευχή έχει δεσμευτικό ωράριο συνυφασμένο με τα τμήματα του ημερονυκτίου.

Εδώ χρειάζεται η διευκρίνιση ότι και η αγρυπνία είναι επίσης εξαίρεση που μας μαθαίνει ότι ο Θεός δεν έχει ημερονύκτιο και ρολόι, αλλά μας μαθαίνει και επίσης το ότι η συνήθης προσευχητική έκφρασή μας, δεν μπορεί να είναι ασυνάρτητη με την στιγμή της ημέρας! Γι’ αυτό το πρωί λέμε: «Τὸ πρωῒ εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου...» «Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...» ενώ το απόγευμα ψάλλουμε: «...ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν...».

Η συνήθεια στην Ανατολική Εκκλησία επέβαλε ότι κάθε κοινότητα χριστιανών τελεί, μια φορά την Ευχαριστία, σε κάθε εικοσιτετράωρο. Αυτό ήταν και είναι όρος απαράβατος. Εξαίρεση εξ αρχής σ’ αυτόν τον γενικώς ισχύοντα κανόνα ήταν οι δύο μέγιστες γιορτές: των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

Και όταν τα Χριστούγεννα «έσπασαν» και σε δεύτερη γιορτή ανεξάρτητη, των Θεοφανείων (πριν γιορταζόταν μαζί Χριστούγεννα–Επιφάνεια), τότε ίσχυσε και για τα Θεοφάνεια το ΔΥΟ φορές η Ευχαριστία το ίδιο εικοσιτετράωρο. Και αυτό θεσπίστηκε προκείμενου να συνειδητοποιηθεί από τους χριστιανούς το «μέγεθος» και το «βάρος» των γιορτών αυτών.

Γι’ αυτό λοιπόν αποφασίστηκε να τελείται ΔΥΟ φορές η Θ. Ευχαριστία. Μια φορά το απόγευμα της παραμονής (ως γνωστόν, Βιβλικά και Λειτουργικά η «ημέρα» αρχίζει από το εσπέρας) σε συνάρτηση με την εναρκτήρια ακολουθία του Εσπερινού (Παννυχίδα) και μία με την ακολουθία του Όρθρου της εορτής (ως συνήθως) το πρωί της κυριωνύμου ημέρας.

Παρεμπιπτόντως και συμπληρωματικά πρέπει να αναφερθεί ότι ο καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας μας πληροφορεί ότι ο Πάπας της Ρώμης στις παραπάνω ημέρες τελούσε τρεις Θείες Λειτουργίες! Αλλά και το Οδοιπορικό της Αιθερίας αναφέρει τέλεση δεύτερης λειτουργίας στην ίδια ημέρα και μάλιστα όχι στις αναφερθείσες εορτές αλλά σε ψιλή Κυριακή.

Επιπροσθέτως και στο Τυπικό του κώδικα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ορίζεται να τελούνται τρεις Θείες Λειτουργίες κατά την εορτή του Πάσχα (βλέπε την λαμπρή διατριβή του π. Χρυσοστόμου Νάσση: Η Τελεσιουργία του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, σελ. 406-409, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007).

Την παραμονή των εορτών των Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πάσχα, οι χριστιανοί νηστεύουν κάνοντας (έτσι πρέπει, και γινόταν... κάποτε!!) μια γενική νηστεία προσμονής που παλαιότερα ονομαζόταν από το στρατιωτικό λεξιλόγιο statio (= φρουρά σε κατάσταση συναγερμού και κινητοποίησης!!).

Η Εκκλησία «αγρυπνεί» περιμένοντας με χαρά και ετοιμότητα τον ερχόμενο Νυμφίο στην Θεία Ευχαριστία της παραμονής της εορτής, που ήταν και η επίσημη λειτουργική της έκφραση με την τέλεση της μεγαλοπρεπούς Θείας Λειτουργία του αγίου Βασιλείου.

Τις παραμονές λοιπόν των εορτών, Χριστουγέννων, Θεοφανείων, Πάσχα, οι χριστιανοί έμεναν σε μια γενική αποχή τροφής – statio μέχρι το απόγευμα, οπότε άρχιζε η εορτή. Αυτή η ευχαριστιακή νηστεία είναι η ουσιώδης προετοιμασία για το Μεσσιανικό Δείπνο.

Επειδή η Εκκλησία είναι οικογένεια αδελφών και όχι χώρος θρησκευτικών δραστηριοτήτων ή συναισθηματικής φορτοεκφόρτωσης από θρησκοληψίες, στις παραπάνω γιορτές η Εκκλησία – οι χριστιανοί, υποδεχόντουσαν επίσης και τα νέα μέλη της Κοινότητας (κατηχούμενοι μέχρι τότε) με το Βάπτισμα που προηγείτο της Θείας Λειτουργίας.

Η τεχνική «απαίτηση» χρόνου για το Βάπτισμα αύξησε ἐν τῇ πράξει τα αναγνώσματα, που σήμερα φαίνονται ακατανόητα, σε αριθμό και μήκος! Το Βάπτισμα φυσικά δεν είναι ιδιωτική απόφαση και ενέργεια!! Οι σημερινές στρεβλώσεις του δεν αναιρούν την θεολογική πραγματικότητα.

Ας επανέλθουμε όμως στην τωρινή λειτουργική πραγματικότητα. Για λόγους ασαφείς και συσκοτισμένους από τις συνθήκες και τις σκοπιμότητες (όχι απαραιτήτως κακές) του ερεβώδους διαστήματος της Τουρκοκρατίας αυτά «έσπασαν».

Η πρώτη λειτουργία των εορτών (έμεινε μόνο για το Πάσχα ο προσδιορισμός – πρώτη Ανάσταση!!) αποκολλήθηκε από την εορτή και μεταφέρθηκε αντί του απογεύματος της παραμονής, το πρωί της παραμονής! Και άρχισε η σύγχυση. Χάθηκε η συνειδητοποίηση των δύο Λειτουργιών.

Αναιρέθηκε η βάση της νηστείας που λέει «νηστεύουμε για την εορτή, με τον ερχομό της οποίας, η νηστεία τελειώνει»! Τώρα η πραγματικότητα γέννησε ανακόλουθη αυθαιρεσία να γιορτάζουμε και να νηστεύουμε...!!

Φυσικά το σαράκι και το βάραθρο της άγνοιας της λειτουργικής γλώσσας [που την ιεροποιήσαμε και φοβόμαστε ανόητα την αλλαγή της, ξεχνώντας ότι: Λέξεις χωρίς νόημα δεν πάνε (ούτε σε πάνε) στον ουρανό!!] καταστρέφει τη συνειδητότητα και αφήνει στεγανά αδιάβροχους, τα εννιά κόμμα εννιά δέκατα (9,9/10) των «μετεχόντων», που θεσμικά, τυπικά και εν αγνοία τους παρευρίσκονται!! Αφού ο χριστιανός δεν καταλαβαίνει, πώς να συμμετέχει;

Ρωτάει τι ώρα θα τελειώσει, γιατί δεν αντέχει την σύνολη λατρευτική-προσευχητική έκφραση! Όσο λιγότερο, τόσο καλύτερα λέει εκείνος. Εμείς αργοσέρνουμε την ακολουθία κάνοντάς την απεχθέστερη! Πολλά τα δεινά!

Η όλη μας «λειτουργική» (είναι σε εισαγωγικά γιατί αναιρείται de facto το νόημα...) συμπεριφορά και αγωγή περιορίζεται σε τυπικά και ευσεβείς συνήθειες, οι οποίες και τον παλαιότερο καιρό των υπαρκτών κοινωνιών (με όσα προβλήματα και αν είχαν!) αλλά σε υπερβολικό βαθμό σήμερα, σχεδόν απολύτως, «κουφώνουν» την λατρευτική ζωή σε συναισθήματα, ριτουαλισμό και ευσεβείς συνήθειες, που επαφίενται στην διάθεση ή την αδιαφορία των μετεχόντων.

Η ευσεβής και ευλαβητική θεώρηση αυτών των ακολουθιών δεν μπορεί να σώσει τα πράγματα. Καταντούν υποθέσεις επιλογής (εμένα μου αρέσουν... αν εσένα δεν σου αρέσουν...!) και τα εναποθέτει στο «καλάθι» τού τι θέλει κανείς να «μαζεύει» από τον εκκλησιαστικό χώρο. Αυτό όμως διαλύει την Εκκλησία. Την κάνει πνευματικό super-market, στο οποίο μπαίνει όποιος θέλει και παίρνει ό,τι θέλει!!

Όμως... Η Εκκλησία προσεύχεται, και προσεύχομαι κι εγώ μαζί. Η Εκκλησία νηστεύει, και νηστεύω κι εγώ μαζί. Η Εκκλησία δεν νηστεύει (καταλύει), και κάνω κι εγώ το ίδιο. Αν αυτό το ΕΜΕΙΣ αναιρεθεί, βουλιάζω στο τέλμα που προσπαθώ να αποφύγω...! Στον (έστω πνευματικό, άρα δαιμονικότερο!) εγωκεντρισμό!

Σώζομαι μαζί με τους αδερφούς μου, όχι από τις... αξιομισθίες μου (μόνον...). Σώζομαι με τις προσευχές των αδερφών μου (μνημόσυνα), όχι από την «πανοπλία» των... αρετών μου.

Σώζομαι συνταξιδεύοντας με το πλοίο της Εκκλησίας στο πέλαγος της ζωής. Παλαιότερα οι ταξιδιώτες (από τα δεδομένα της κοινωνικής συνύπαρξης) δεν είχαν την απαίτηση και την απορία τού να ξέρουν πολλά πράγματα για το «πλοίο» και θεωρούσαν αυτονόητη την κατεύθυνσή του!! Σήμερα και το «πλοίο» και η κατεύθυνση αμφισβητούνται από... τους υποτιθέμενους επιβάτες!

Η ασάφεια στα παραπάνω και μάλιστα στις θεμελιακές γιορτές της πίστης στο Πρόσωπο του Χριστού (Χριστούγεννα – Θεοφάνεια – Πάσχα) και ακόμα περισσότερο οι κωμικές εκφράσεις (Εσπερινός... το πρωί!!) επιτείνουν την σύγχυση. Αντί διαυγούς και σαφούς διδασκαλίας για την ενσάρκωση του Χριστού (Χριστούγεννα), την συμπερίληψη στην υιοθεσία των τέκνων Του (Βάπτισμα-Θεοφάνεια), και την μόνη νοηματοδότηση της ζωής με την Ανάστασή Του, εμείς δίνουμε στον σύγχρονο χριστιανό ακατανόητα έθιμα από το (...χριστιανικό...;;;) παρελθόν μας και του ζητάμε να τα ενστερνιστεί και να τα θεωρήσει... «παραδοσιακή διατροφή» (;!) της χριστιανικής του ζωής! Αυτός βασίμως αντιλέγει ότι το νόμισμα που του εγχειρίσαμε δεν έχει αντίκρυσμα στο σήμερα... και το πετάει!

Διελκυστίνδα ετών πολλών την βλέπουμε και σήμερα να «τραβιέται και να σέρνεται» ψάχνοντας να βρει τον λόγο της νηστείας της παραμονής των Θεοφανείων!

Χάνεται στα ψευδοδιλλήματα αν θα φάει το αντίδωρο πρώτα και στη συνέχεια θα πιει αγιασμό ή το αντίστροφο! Ψάχνει να βρει αν ο Αγιασμός είναι μισή ή ολόκληρη... Θεία Ευχαριστία, γελοιοποιώντας και τα δύο!

Αγνοεί γιατί πίνουμε αγιασμό (πίνουμε αγιασμό για να ξαναθυμηθούμε τις υποσχέσεις μας στο Βάπτισμα, όχι ως ετήσιο μαγικό ζωμό...) και δεν αντιλαμβάνεται γιατί, στην περίπτωση στέρησης της Θείας Κοινωνίας, ο πνευματικός πατέρας προτρέπει την μετάληψη του Μεγάλου Αγιασμού.

Δεν μπορεί να... φανταστεί ότι αυτό γίνεται όχι ως διαλυτικό αμαρτημάτων, αλλά ως υπομνηστικό των υποσχέσεών μας στο Βάπτισμα, που τις αρνηθήκαμε αμαρτάνοντας!

Σχολαστικισμός, αφέλειες (η ευλάβεια και η βλάβη είναι ασύμπτωτες... επιτέλους), θρησκοληψία, και φοβίες, συναπαρτίζουν το σύνηθες εκκλησιαστικό τοπίο. Πολύ συχνά... ο εξαϋλωμένος κόσμος υποκαθιστά την πραγματικότητα, ακριβώς επειδή φοβόμαστε τον πραγματικό.

Λοιπόν σε όλα αυτά, ποια θα ήταν η θεραπεία;

α. Η απελευθέρωση από την λανθασμένη "θεολογία" ότι η λατρεία αφορά τον Χριστό. Αφορά εμάς και χτίζει (όταν είναι θεολογικά υγιής) στην καρδιά μας την χαρά της ελευθερίας και της "γεύσεως" των καρπών του Πνεύματος.

β. Η απελευθέρωση από τον ριτουαλισμό, τον υπερτονισμό δηλαδή των τελετουργικών στοιχείων (υλικών μέσων-κινήσεων-τυπικών) εις βάρος των βαθύτερων και πράγματι αγιαστικών στοιχείων.

γ. Η γνώση της διδασκαλίας και η διδαχή της εκ μέρους των κληρικών-διδασκάλων, της υγιούς θεολογικής βάσεως, όσον αφορά τον λατρευτικό κύκλο και την προσπάθεια συνειδητοποιημένης σχέσης με την λατρευτική έκφραση της Εκκλησίας.

Θα κλείσουμε το θέμα με λίγες σκέψεις-επισημάνσεις του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν από το Ημερολόγιό του:

 

«...Η Εκκλησία ιδρύθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο για να τελεί την Ευχαριστία, να σώζει τον άνθρωπο αποκαθιστώντας την Ευχαριστιακή του ύπαρξη. Η Ευχαριστία είναι αδύνατη δίχως την Εκκλησία, δίχως, δηλαδή, μια κοινότητα που να γνωρίζει τον μοναδικό χαρακτήρα και την κλήση της, το να είναι δηλαδή αγάπη, αλήθεια, πίστη και αποστολή· και όλα αυτά εκπληρώνονται στην Ευχαριστία, και ακόμη πιο απλά, στο να είναι Σώμα Χριστού. Η Ευχαριστία αποκαλύπτει την Εκκλησία ως κοινότητα -η αγάπη του Χριστού, η αγάπη εν Χριστώ -, ως αποστολή, το να στρέψει δηλαδή τον καθένα και όλους στον Χριστό. Η Εκκλησία δεν έχει κανένα άλλο σκοπό, καμία άλλη «θρησκευτική ζωή» που να τη χωρίζει από τον κόσμο. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία μεταβάλλεται σε είδωλο. Η Εκκλησία είναι το σπίτι μας, από το όποιο ξεκινούμε για να πάμε στην εργασία μας και στο όποιο επιστρέφουμε με χαρά για να βρούμε τη ζωή, την ευτυχία και τη χαρά, και όπου όλοι μας μεταφέρουμε τους καρπούς των κόπων μας και όπου τα πάντα μεταμορφώνονται σε γιορτή, σε ελευθερία, σε πλήρωμα, σε παρουσία και εμπειρία αυτού του «οίκου» -ήδη εκτός χρόνου, αμετάβλητη, γεμάτη αιωνιότητα, αποκαλύπτοντας την αιωνιότητα. Μόνο αυτή η παρουσία μπορεί να δώσει νόημα και αξία στο καθετί στη ζωή, μπορεί να αναφέρει τα πάντα σ’ αυτή την εμπειρία και μόνο αυτή μπορεί να την εκπληρώσει. «Παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου». Αλλά μόνο «παραγόμενος» ο κόσμος γίνεται τελικά «Κόσμος»: δώρο του Θεού, ευτυχία που προέρχεται από την κοινωνία του με το περιεχόμενο, τη μορφή και την εικόνα αυτού του «Κόσμου»...»

 

π. Αλεξάνδρου Σμέμαν: Ημερολόγιο

 

Εκδ. Ακρίτας, σελ. 53-54

 

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, όχι η φυλακή Του.