Κάποιος αδελφός ρώτησε έναν γέροντα, λέγοντάς του: Τί είναι ησυχία, καί ποιά είναι η ωφέλειά της;
Ο γέροντας τού απάντησε: Ησυχία είναι νά κάθεσαι στό κελί σου μετά γνώσεως καί φόβου Θεού, απερχόμενος κάθε κακία καί υψηλοφροσύνη.
Αυτού του είδους η ησυχία γεννάει όλες τίς αρετές, καί φυλάει τόν μοναχό από τά πεπυρωμένα βέλη τού πονηρού, μή αφήνοντας αυτόν νά πληγωθεί από αυτά.
Ώ ησυχία, προκοπή μοναζόντων ώ ησυχία, κλίμακα ουράνιος, οδός βασιλείας ουρανών, μητέρα τής κατάνυξης, πρόξενος τής μετανοίας, καθρέπτης όπου βλέπουμε τίς αμαρτίες μας, εσύ πού δείχνεις στόν άνθρωπο τά πλημμελήματά του, πού δέν εμποδίζεις τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, πού λαμπρύνεις τήν ψυχή καί φέρνεις σέ ειρηνική κατάσταση τόν άνθρωπο.
Ώ ησυχία, σύ πού γεννάς τήν πραότητα, μένεις μαζί μέ τήν ταπείνωση, συνομιλείς μέ τούς Αγγέλους, φωτίζεις τήν διάνοια, καί είσαι παντρεμένη μέ τόν φόβο τού Θεού.
Ώ ησυχία, είσαι κατάσκοπος λογισμών καί λύχνος τής διακρίσεως, γεννάς όλα τά αγαθά καί εδραιώνεις τήν νηστεία, αντίθετα δέ εμποδίζεις τήν γαστριμαργία καί βάζεις χαλινάρι στήν γλώσσα.
Ώ ησυχία, σχολή προσευχής καί αναγνώσεως, γαλήνη λογισμών καί εύδιο λιμάνι.
Ώ ησυχία, νεωτέρων όπλο, πού δέν αλλάζουν τό φρόνημά τους καί θέλουν νά κάθονται στά κελιά τους καί νά σέ διαφυλάττουν ατάραχα.
Ώ ησυχία, αμεριμνία ψυχής, ζυγός χρηστός καί φορτίο ελαφρύ, πού αναπαύεις καί βαστάζεις τόν βαστάζοντά σε.
Ώ ησυχία, ευφροσύνη ψυχής καί καρδίας, μέ αποτέλεσμα αυτή νά μεριμνά μόνον γιά τόν εαυτό της, νά μιλά στόν Χριστό καί διηνεκώς νά έχει μπροστά στά μάτια της τόν θάνατο.
Ώ ησυχία, οφθαλμών καί ακοής καί γλώσσας χαλινάρι.
Ώ ησυχία, όπου κάθε μέρα καί νύχτα περιμένεις τόν Χριστόν καί διατηρείς τήν λαμπάδα άσβεστη καί συνεχώς ψάλλεις: ετοίμη η καρδία μου ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου.
Ώ ησυχία, μητέρα τής ευλαβείας, δεσμωτήριο παθών, χωρίον Χριστού, πού καρποφορείς αγαθούς καρπούς. Ναί αδελφέ, αυτήν νά αποκτήσης, μνημονεύοντας τήν ώρα τού θανάτου σου, γιατί δέν γνωρίζεις ποία ώρα έρχεται ο κλέπτης.
Λοιπόν ἀδελφέ, ἐντρύφησε στήν ψυχή σου.