Εκκλησία: Πολλοί αιρετικοί, όπως οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», μας κατηγορούν πως έχουμε εφεύρει τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας και πως αυτά δεν υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο, είναι όμως έτσι;
Τα Μυστήρια είναι εκείνες οι ιερές τελετές της Εκκλησίας μας, που αποτελούν αισθητά σημεία της θείας χάρης, μεταδίδουν στους πιστούς την ουράνια ευλογία, χαράσσουν βαθειά στο εσωτερικό των χριστιανών σωτηριώδεις συνέπειες, αναμορφώνουν ψυχικά τον άνθρωπο, τον μεταμορφώνουν σε καινή κτίση.
Τα ιερά Μυστήρια είναι θεοσύστατα, δηλαδή τα συνέστησε ο ίδιος ο Χριστός.
Η συνειδητή συμμετοχή όλων μας σε αυτά είναι απαραίτητη για την ένωσή μας με τον Θεό και τη σωτηρία μας. Γενικά και ειδικά, τα Ιερά Μυστήρια, οι αγιαστικές δηλαδή πράξεις, είναι ορατά σημεία μέσω των οποίων μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος και δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό.
Από αυτά όμως, ως βασικότερα, ξεχωρίζουν επτά.
Σε αυτά περιλαμβάνονται τα υποχρεωτικά Μυστήρια, σε αυτά που ο άνθρωπος οφείλει να συμμετέχει ώστε να νοείται ως μέλος της Εκκλησίας, και τα προαιρετικά:
Υποχρεωτικά, μη επαναλαμβανόμενα:
1. Βάπτισμα
2. Χρίσμα
Υποχρεωτικά, επαναλαμβανόμενα:
3. Μετάνοια, εξομολόγηση
4. Θ.Ευχαριστία
Προαιρετικά, επαναλαμβανόμενα
5. Ευχέλαιο
6. Γάμος (κατοικονομία, μέχρι δύο επιπλέον και κυρίως σε περιπτώσεις χηρείας)
Προαιρετικά, μη επαναλαμβανόμενα
7. Ιερωσύνη
Η σύσταση των Μυστηρίων. Πως και ποιος τα όρισε. (Από τό βιβλίο «Λατρευτικό Εγχειρίδιο» του π. Γεώργιου Κουγιουμτζόγλου):
Τό Μυστήριο τού Βαπτίσματος
Τό μυστήριο τού Βαπτίσματος προεικονίστηκε καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Ο Κύριος επίσης συνομιλώντας μέ τό Φαρισαίο Νικόδημο τού είπε: «Εάν μή τις γεννηθή εξ ύδατος καί Πνεύματος ου δύναται εισελθείν εις τήν βασιλείαν τού Θεού» (Ιω. γ 5). Η ίδρυση όμως καί η παράδοση τού Μυστηρίου έγινε μετά τήν Ανάσταση, όταν είπε στούς Αποστόλους Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη 19). Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε καί γιά τήν αναγκαιότητα τού Βαπτίσματος μέ τό παραπάνω «ου δύναται εισελθείν» καί μέ τό «ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ 16).
Έκτοτε αυτή είναι η πράξη τών Αποστόλων καί τών διαδόχων τους, η «κατήχηση» καί τό «Βάπτισμα», μέ τό οποίο οποιοσδήποτε εισέρχεται στήν Εκκλησία Του, στήν Κιβωτό τής σωτηρίας.
Τό Μυστήριο τού Χρίσματος
Στήν Καινή Διαθήκη δέν υπάρχει ρητή μαρτυρία παραδόσεως τού Μυστηρίου από τόν Κύριο. Οι Άγιοι Απόστολοι όμως μάς παρέδωσαν τήν πράξη καί μάς μιλούν γι αυτό σάν ιδιαίτερο Μυστήριο: «Καί υμείς χρίσμα έχετε από τού Αγίου, καί οίδατε πάντα» (Α Ιω. β 20), «εν ώ καί υμείς πιστεύσαντες εσφραγίσθητε τώ Πνεύματι τώ Αγίω ός εστίν αρραβών τής κληρονομίας ημών» (Εφ. α 13-14). Επίσης από τίς Πράξεις τών Αποστόλων φαίνεται καθαρώς ότι υπήρχαν βαπτισμένοι (από τούς Διακόνους) χωρίς νά έχουν λάβει τό Άγιον Πνεύμα, οπότε οι Απόστολοι «επετίθουν τάς χείρας επ αυτούς καί ελάμβαναν Πνεύμα Άγιον» (Πράξ. η 17). Γιά τό Άγιο Πνεύμα ομιλεί καί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στό κεφ. ζ 39, τό οποίο θά ελάμβαναν κατά τούς λόγους τού Κυρίου «οι πιστεύοντες εις αυτόν», ενώ οι πρώτοι πού έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα είναι οι Απόστολοι κατά τήν Πεντηκοστή.
Τό Μυστήριο τής Μετανοίας Εξομολογήσεως
Τό μυστήριο τής Μετανοίας ίδρυσε καί παρέδωσε ο Κύριος στούς Αποστόλους Του μετά τήν Ανάσταση, όταν τούς είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον άν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ, 22-23).
Τό Μυστήριο τής Ιερωσύνης
Σέ πολλά χωρία τών ιερών Ευαγγελιστών φαίνεται η εκλογή από τόν Κύριο τών Αγίων Αποστόλων καί η ανάθεση σ αυτούς τών τριών αξιωμάτων Του, πού αποτελούν τήν ουσία τού Μυστηρίου τής Ιερωσύνης: Τού Προφητικού (=διδασκάλου, «προφήτου»), τού Αρχιερατικού (= ιερέως, θύτου) καί τού Βασιλικού (= αρχηγού, πνευματικού ηγέτου τού λαού) (Ματθ. θ, 38 ι, 1-32 Λουκ. ι, 17-24).
Καί οι Απόστολοι, «διά τής επιθέσεως τών χειρών» καί ειδικής προσευχής, μετέδιδαν τό χάρισμα αυτό στούς διαδόχους τους Επισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους (Πράξ. η 18. Α Τιμ. δ 14. Β Τιμ. α 6. Εβρ. στ 2).
Τό Μυστήριο τού Γάμου
Ο Θεός τό ευλόγησε από τήν πρώτη στιγμή τής Δημιουργίας λέγοντας στούς πρωτοπλάστους «Αυξάνεσθε καί πληθύνεσθε» (Γεν. α, 28), αλλά καί ως Θεάνθρωπος τό ευλόγησε στό γάμο τής Κανά (Ιω. β, 1-11).
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε τό γάμο «Μυστήριον μέγα εις Χριστόν καί εις τήν Εκκλησίαν» (Εφ. ε, 32), πού σημαίνει ότι ο γάμος εκτός τού ότι είναι μυστήριο καί μάλιστα πολύ μεγάλο, είναι καί δεσμός τελείας ενώσεως καί αφοσιώσεως, ισόβιος καί αδιάλυτος: Αυτοί τούς οποίους «ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μή χωριζέτω» (Ματθ. ιθ 6).
Τό Μυστήριο τού Ιερού Ευχελαίου
Η σύσταση τού ιερού αυτού Μυστηρίου στηρίζεται στήν εξουσία πού έδωσε ο Χριστός στούς Μαθητές Του, «ώστε (μ αυτήν τήν εξουσία) θεραπεύειν πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι, 1). Καί οι Απόστολοι πιστοί εκτελεστές τών εντολών τού Κυρίου επέστρεφαν από τίς περιοδείες τους καί μέ ενθουσιασμό ομολογούσαν: «Κύριε καί τά δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τώ ονόματί σου» (Λουκ. ι, 17). Γι αυτό καί ο Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι οι Απόστολοι «ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους καί εθεράπευον» (Μαρκ. στ, 13).
Αυτή η θεραπευτική τακτική τηρήθηκε καί μετά τήν Πεντηκοστή από τούς Αποστόλους καί τούς διαδόχους τους καί είναι προνόμιο πού χορηγήθηκε από τόν Χριστό στήν Εκκλησία Του. Αυτό τό προνόμιο καθιερώνει πρακτικά αργότερα (μεταξύ 55-60 μ.Χ.) ο Απόστολος Ιάκωβος, ο Αδελφόθεος, στήν επιστολή του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν κάποιος είναι άρρωστος, νά προσκαλέσει τούς πρεσβυτέρους τής Εκκλησίας νά προσευχηθούν γι αυτόν καί νά τόν αλείψουν μέ λάδι, επικαλούμενοι τό όνομα τού Κυρίου. Καί η προσευχή πού γίνεται μέ πίστη θά σώσει τόν άρρωστο» (Ιακ. ε, 13-15).