Η ιστορία της Αθήνας μέσα από τα απλωμένα ασπρόρουχα
«Κάποτε, από το παράθυρό μου έβλεπα τον βράχο, ως φόντο απλωμένων ασπρορούχων, που λαμποκοπούσαν με τις ακτίνες του ήλιου. Έβγαινα στο μπαλκόνι και μου ΄ρχόταν μεθυστική η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού από τις ταράτσες. Από τότε που πλυντήρια και στεγνωτήρια μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας βλέπω μόνο ένα δάσος κεραιών. Κι ο βράχος πάντα εκεί. Ανάμεσα σε σιδερένια φυλλώματα… Δεν λέω, ευκολία για τις νοικοκυρές. Αλλά, πώς να το πω; Θαρρείς και χάσαμε το λευκό μας…», όπως αναφέρει η Τόνια Μανιατεά στον in.gr.
Δεκαετία ΄90. Καλοκαιράκι. Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης κουβεντιάζει με την υπογράφουσα. Κάθονται στο σαλόνι του σπιτιού του. Από το ανοιχτό παράθυρο αντικρίζεις επιβλητικό τον βράχο της Ακροπόλεως κι επάνω του τον σκελετό του αρχαίου ναού όλο αίγλη κι όχι χάρη. Κεραίες τηλεόρασης, σκόρπιες εδώ κι εκεί, μαστιγώνουν την όμορφη θέα. «Καταλαβαίνω, αλλά η ζωή προχωράει» σχολιάζω. «Σκοτώνοντας την αισθητική μας…» προσθέτει βαρύθυμος.
Η αισθητική, έτσι κι αλλιώς, είναι μία υπόθεση υποκειμενική. Το δικό σου γούστο είναι πληγή στα μάτια του άλλου και τ΄ ανάπαλιν. Του λείψαν οι μπουγάδες από τις ταράτσες. Τις προτιμούσε από τις κεραίες της τηλεόρασης. Κάποιοι άλλοι, μισό αιώνα πριν, εκτόπιζαν τις μπουγάδες από τις ταράτσες ως «θέαμα ακαλαίσθητο και αντιτουριστικό». Γιατί αυτοί οι άλλοι δεν ήξεραν τι έρχεται…
«Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες, φεύγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες» (Οδ. Ελύτης)
Ας ξεκινήσουμε από την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Δεκαετία ΄30. Ο αστικός ιστός της χώρας αποτελείται κατά κανόνα από μονοκατοικίες με κεραμοσκεπές. Ταράτσες δεν υπάρχουν. Μόνον σπίτια, συχνά χτισμένα σε τετράγωνη, ή Π, διάταξη με κοινές αυλές. Η προσφυγιά από τη Μικρασία βρίσκει σιγά σιγά τα πατήματά της στις φτωχογειτονιές που της έχει παραχωρήσει η μητέρα πατρίδα.
Οι γυναίκες της Ιωνίας αναζητούν την καθαριότητα που έχασαν. Προσπαθούν να δημιουργήσουν εδώ συνθήκες της ζωής που είχαν εκεί. Ασβεστώνουν τις παράγκες τους, οριοθετούν τις αυλές τους με τενεκέδες γεμάτους λουλούδια, κρεμούν στα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα τις δαντελένιες κουρτίνες, που έμαθαν από παιδούλες να πλέκουν και στρώνουν στα κουτσά τραπέζια τα λιγοστά κεντίδια που πρόλαβαν κι έφεραν από απέναντι κρυμμένα στον κόρφο τους. Πλένουν τα παιδιά τους σε τσίγκινες σκάφες γεμάτες ζεστό νερό, βράζουν σε καζάνια με πράσινο σαπούνι τα ασπρόρουχά τους και τα απλώνουν εκεί, στα πέτρινα σοκάκια.
Επάνω στα σύρματα, που συνδέουν τις παράγκες τη μία με την άλλη, θαρρείς κι είναι αυτά τα σύρματα της μπουγάδας ο μίτος ενός κοινού μέλλοντος… Και συνεννοούνται μεταξύ τους οι νοικοκυρές πότε θα βάλουν μπουγάδα. Γιατί αυτή η μέρα, που το λευκό των ασπρορούχων θα γεμίσει το μάτι και το μοσχοσάπουνο τη μύτη, θα είναι ο εφιάλτης των πιτσιρίκων. Δεν θα τρέχουν στα σοκάκια, δεν θα κυνηγιούνται, δεν θα παίζουν μπάλα και κρυφτό για να μη σηκώσουν σκόνη και λερώσουν τα πλυμένα.
Το Σάββατο η μέρα της μπουγάδας και ο θρίαμβος του λευκού
Στα γραφικά αναφιώτικα, πέριξ του βράχου της Ακροπόλεως, η μέρα της μπουγάδας (Σάββατο) είναι ο θρίαμβος του λευκού! Του λευκού, που ΄ναι καθαριότητα, είναι κι αρχοντιά. Χάρμα ιδέσθαι! Καθώς κυματίζουν στους ανέμους, τα κατάλευκα σεντόνια που απλώνονται στα σύρματα των αυλών, φαίνονται σα να σκεπάζουν ακόμα κι αυτά τα κουκλίστικα, μικροσκοπικά σπιτάκια. «Αντικρίζεις από μακριά τις απλωμένες μπουγάδες στ΄ αναφιώτικα και θαρρείς πως βλέπεις τεράστιο καράβι μ΄ ανοιγμένα όλα τα πανιά του ν΄ αρμενίζει στο πέλαγο» που λέει κι ο ποιητής…
Αυτή την εποχή, η ζήτηση στέγης στην πρωτεύουσα επιβάλλει την ανέγερση κατοικιών, που θα φιλοξενούν πολλά μαζί σπιτικά. Στις μεγάλες συνοικίες της πόλης ξεκινά ένας οικοδομικός οργασμός, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των πληθυσμών που καταφθάνουν στην Αθήνα από τις αλησμόνητες πατρίδες με την ανταλλαγή και από την περιφέρεια της χώρας σε ένα πρώτο κύμα αστυφιλίας. Το 1931, όπως μαρτυρά ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κ. Μπίρης στο βιβλίο του «Αι Αθήναι: Από τον 19ον εις τον 20όν αιώνα», χτίζεται η πρώτη πενταόροφη πολυκατοικία «εις ολόκληρον οικοδομικόν τετράγωνον (Μπουμπουλίνας, Κουντουριώτη, Ζαΐμη) όπισθεν του Μουσείου -του καθηγητού Λογοθετοπούλου- εις το εσωτερικόν της οποίας δύο στοαί και τρεις υπαίθριοι χώροι εξασφαλίζουν εύθετον εν γένει διαρρύθμισιν και επαρκέστατον φωτισμόν και αερισμόν εις 46 κατοικίαν εν όλω».
Μέσα σε δέκα χρόνια ανεγείρονται πολλές ακόμη πολυκατοικίες στην περιοχή των Εξαρχείων, στην Ιπποκράτους, τη Μαυρομιχάλη, την Ασκληπιού, τη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά και στην Κυψέλη, όπου παρατηρείται εξίσου εντυπωσιακή οικιστική ανάπτυξη, μετά την ανοικοδόμηση της έπαυλης Μάλκομ, που σήμερα στεγάζει το Άσυλο Ανιάτων στην οδό Αγίας Ζώνης. Οι νοικοκυρές απλώνουν πια τα πλυμένα τους στις ταράτσες των πολυκατοικιών, όπου έχει προβλεφθεί και χώρος για τη μπουγάδα.
Τα «πλυσταριά»
Τα «πλυσταριά», όπου στοιβάζονται τα άπλυτα κάθε διαμερίσματος, είναι τα… καπέλα των πολυκατοικιών της εποχής. Κλειστοί στενοί χώροι, στην κορυφή κάθε πολυκατοικίας, με μαρμάρινες γούρνες, όπου πλένονται εκ περιτροπής τα άπλυτα των οικογενειών. Μπροστά τους ανοίγεται μια ευρύχωρη ταράτσα για το άπλωμα των περήφανων μπουγάδων. Όταν ο χώρος δεν επαρκεί για όλες τις μπουγάδες, «επιστρατεύονται» και μπαλκόνια.
Το 1940, κατά την απογραφή, η Ελλάδα αριθμεί επισήμως 7.344.860 κατοίκους, εκ των οποίων 1.123.346 άνθρωποι αποτελούν τον πληθυσμό της Περιφέρειας Διοικήσεως Πρωτευούσης. Ως εκ τούτου, στην Αθήνα των παραμονών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ταράτσες, μπαλκόνια, σοκάκια, δημόσια κιγκλιδώματα μοιράζονται τα άπλυτα ενός και πλέον εκατομμυρίου ανθρώπων! «Περπατάς, μέρα μπουγάδας, Σάββατο, στις γειτονιές της Αθήνας και τα ρουθούνια σου κάνουν γιορτή…» θα γράψει ο Ξενόπουλος στη «Διάπλαση των Παίδων».
«Απαγορεύομεν το άπλωμα των εσωρούχων» σε κοινή θέα
Κι εκεί που περιδιαβάζεις τις αστικές… νοστιμιές της ελληνικής πρωτεύουσας, εισπνέοντας καθαριότητα και πράσινο σαπούνι, έρχεται μία αστυνομική διάταξη και κόβει τα πόδια των νοικοκυράδων. Είναι η εποχή που η χώρα συνειδητοποιεί τη δύναμη του τουρισμού και οι Αρχές κρίνουν με κανόνες αισθητικής ετούτο το κεφάλαιο της τοπικής λαογραφίας, χαρακτηριστικό δείγμα ενός λαού, που ευλογήθηκε να ζει στην πολυτέλεια ανέμων και ήλιου. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εκλείψει από τις γειτονιές της πόλης το φαινόμενο των απλωμένων ρούχων κυρίως σε απερίφρακτα οικόπεδα, γήπεδα, δρόμους, ακόμα και δένδρα!
«Απαγορεύομεν το άπλωμα ασπρορούχων εντός της ζώνης της σχηματιζομένης εκ των οδών Αλεξάνδρας, Πατησίων, Κυψέλης, Αγίου Μελετίου, Κωνσταντινουπόλεως, Ιεράς Οδού, Δημοφώντος, Φλυέων (Πουλοπούλου), Αποστόλου Παύλου, Μισαραλιώτου, Πετμεζά, ρεύματος Ιλισσού (βασ. Κωνσταντίνου), Λαμψάκου Κηφισίας και Αλεξάνδρας» αναφέρει η διάταξη της Αστυνομίας διευκρινίζοντας ότι η απαγόρευση αφορά ρούχα απλωμένα σε κοινή θέα. Στην ίδια διάταξη σημειώνεται ότι επιπλέον απαγορεύεται το άπλωμα των ρούχων σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους, και κυρίως στα κιγκλιδώματα που τους κρατούν περιφραγμένους! Τέλος, στην απόφαση τονίζεται ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών να επεκτείνει την απαγόρευση και σε άλλους δρόμους: «Επαφίεται ημίν το δικαίωμα όπως δι αποφάσεων ημών επεκτείνωμεν το μέτρον της απαγορεύσεως και επί της εκτός της ημετέρας ζώνης οδών και πλατειών της δικαιοδοσίας ημών».
Τα λευκά μπαϊράκια, τα επίσημα… εμβλήματα της χώρας του φωτός και του ανέμου, εξαφανίζονται εν μία νυκτί, αλλά η συμμόρφωση δεν διαρκεί για πολύ. «Αν δεν απλώνουμε τα ρούχα στις ταράτσες, ούτε και στις αυλές, ούτε και στα μπαλκόνια, τότε πού;» πυροδοτούν -άλλο που δεν θέλουν!- έναν… πόλεμο στα πρωτοσέλιδά τους οι εφημερίδες, δίνοντας το σύνθημα της αντίδρασης σε μία διάταξη, που, έτσι κι αλλιώς, χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως σκληρή για τα νοικοκυριά.
Ο νόμος ατονεί και ο πόλεμος πλησιάζει
Οι υψηλές γνωριμίες των κυριών και τα μεγάλα μέσα πέφτουν βροχή στο γραφείο του διοικητή της Αστυνομίας. Το ίδιο και τα πρόστιμα των παραβατών… Το βάρος της μπουγάδας σηκώνουν πια οι εσωτερικές αυλές, οι μη ευρισκόμενες σε κοινή θέα. Αλλά τι να προφτάσουν κι αυτές; Πόσα ρούχα, πόσων σπιτιών να «φιλοξενήσουν» στα μετρημένα σκοινιά τους; Το μέγα πρόβλημα παρουσιάζεται στα προσφυγόσπιτα, που μήτε εσωτερικές αυλές έχουν, μήτε και ταράτσες καλά καλά. Οι νοικοκυρές αναγκάζονται σαν τους κλέφτες, να πλένουν και να απλώνουν τα ρούχα τους στα σοκάκια μέσα στη μαύρη νύχτα, με την ελπίδα ότι το πρωί θα έχουν στεγνώσει…
Γενικώς, η δυσλειτουργία που προκαλεί στα ελληνικά νοικοκυριά η διάταξη της Αστυνομίας είναι μεγάλη, αλλά προϊόντος του χρόνου, με τούτα και με ΄κεινα ατονεί. Οι μπουγάδες εκλείπουν από τα δημόσια κιγκλιδώματα και τα δένδρα (άλλωστε, το πράγμα έχει πια εμπεδωθεί από τους πολίτες), πλην όμως επανέρχονται στις ταράτσες. Από εκεί δεν μπορείς να τις εξαφανίσεις. Ίσως επειδή κάποτε οι Αρχές συνειδητοποιούν ότι τα απλωμένα ασπρόρουχα, που κυματίζουν στον άνεμο είναι στοιχείο του ελληνικού οικιακού πολιτισμού, που γοητεύει τους τουρίστες…
Ο πόλεμος βάζει τελεία στις έως τώρα συνήθειες της καθημερινότητας. Τα αρσενικά ελληνόπουλα φεύγουν για το μέτωπο, οι οικογένειες συρρικνώνονται, μαζί και το φαΐ και η καθαριότητα. Η χώρα μυρίζει φτώχια, θρήνο και ασιτία. Τα ρούχα πλένονται μόλις και μετά βίας κάθε 10-15-20 ημέρες, όταν υπάρχει πράσινο, σαπούνι αγορασμένο στη μαύρη αγορά. Απλώνονται, δε, έτσι κι αλλιώς στα πιο αθέατα σημεία, καθώς η φτώχια στερεί τον ρουχισμό και ενθαρρύνει τις κλοπές…
Ο πόλεμος κάποτε τελειώνει και η Ελλάδα μαζεύοντας σιγά σιγά τα κομμάτια της, μπαίνει στον γνώριμο ρυθμό της προηγούμενης καθημερινότητάς της.
Ο ταξικός διαχωρισμός της μπουγάδας
Στις μονοκατοικίες της περιφέρειας τα ασπρόρουχα απλώνονται στα περίφρακτα οικόπεδα, στα στενά μπαλκονάκια και σε δεμένα στα κάγκελα των αυλών σκοινιά και σύρματα. Στην Αθήνα, οι μπουγάδες κυματίζουν και πάλι στις ταράτσες των σπιτιών σαν περήφανα εθνικά σύμβολα. Στης πρωτεύουσας τα διώροφα, μάλιστα, τα απλωμένα ρούχα είναι μάρτυρες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που μετά τον πόλεμο βγάζει μάτι… Στις ταράτσες απλώνουν οι κυράδες. Στις κοινές, εσωτερικές αυλές οι «παρακατιανές». Κι όλο που φουντώνει και κανένας καβγάς για τα τινάγματα της μιας επάνω στη μπουγάδα της άλλης. Άσε που από τ΄ απλωμένα φαίνεται και ο τρόπος του καθενός… Άλλο ν΄ απλώνεις ταλαιπωρημένους κετσέδες κι άλλο μεταξωτά και μπουζάτα εσώρουχα… Γραφικά αποτυπώνουν τα ήθη της εποχής ελληνικές ταινίες…
Η μπουγάδα στις ελληνικές ταινίες
Η κυρά Καλλιόπη, η «καφετζού» (Γεωργία Βασιλειάδου), στενάζει τη σκάφη της, πλένοντας για τα προς το ζην και απλώνοντας τις ξένες μπουγάδες στην κοινόχρηστη αυλή και η κυρία Ξ. Παπαμήτρου (Τασσώ Καβαδία) του επάνω ορόφου εκδικείται την αστεφάνωτη Ελενίτσα (Μάρω Κοντού), τη γυνή που… οφείλει να φοβήται τον άνδρα, ρίχνοντας τα απόνερά της στην απλωμένη μπουγάδα της στην κοινή αυλή του ισογείου. Και φαίνεται πως δεν είναι τυχαία η έμπνευση του σεναριογράφου Γιώργου Τζαβέλλα για τον χαρακτήρα της Ξ. Παπαμήτρου, καθώς το αστυνομικό αρχείο της δεκαετίας του 1920 έχει να επιδείξει μία τέτοια κακοήθη νοικοκυρά, ή μάλλον έναν τέτοιο κακοήθη νοικοκύρη, στον αριθμό 10 της Αγίου Μάρκου.
Ο Μανόλης Λαμπιάδης, λοιπόν, κατοικεί πλάι στους Φακόπουλους, που συχνά απλώνουν τη μπουγάδα τους στην κοινή τους αυλή. Ώσπου ο κουρέας Φακόπουλος μετά της συζύγου Πανωραίας τραυματίζουν με φαλτσέτα τον εργένη Λαμπιάδη, επειδή -λένε- τους καταστρέφει από φθόνο (!;) τη σκάφη της μπουγάδας και τα σκοινιά του απλώματος!
Ένα σουτιέν που στεγνώνει στην ταράτσα μαζί με την υπόλοιπη μπουγάδα της γειτόνισσας θα βουτήξει ο Λάμπρος Κωνσταντάρας για να κάνει τη γυναίκα του, τη «χαρτοπαίκτρα» (Ρένα Βλαχοπούλου) να ζηλέψει, μαρτυρώντας και τους συνήθεις καυγάδες της καθημερινότητας ανάμεσα στις νοικοκυρές που -κατά λάθος ή και μη- βουτούν η μία τα απλωμένα ρούχα της άλλης.
Ο χρόνος και οι διατάξεις καταργούν το κόλπο της γάτας…
Αργότερα, πάντως, και προκειμένου να αποφεύγονται τα ξεμαλλιάσματα, στις νεόκτιστες πολυκατοικίες, οι ένοικοι αποφασίζουν να μοιράζουν τις μέρες της μπουγάδας ανά δύο δύο ή τρία τρία διαμερίσματα. Οριοθετούν και τους χώρους απλώματος με σύρμα και σκοινί ή διαφορετικού χρώματος σκοινί για κάθε διαμέρισμα.
Σε κάθε περίπτωση, η μπουγάδα εξακολουθεί να αποτελεί κατά κανόνα σημείο συνάντησης και κουτσομπολιού μεταξύ των ψυχοκορών, που εκτελούν χρέη οικιακών βοηθών στα «καθωσπρέπει» σπίτια. Κατά παραγγελιά των κυράδων τους, τα κορίτσια των σπιτιών «γλύφουν» εκ περιτροπής τις ταράτσες για να κρατιούνται καθαρά τα απλωμένα. Θες να πιάσει αέρας, να σηκώσει σκόνη, να την κολλήσει στα μουσκεμένα ρούχα και να πρέπει να τα ξαναπλύνουν στη γούρνα του πλυσταριού; Οι πληροφορίες της γειτονιάς, πάντως, που πάνε κι έρχονται με ρυθμό μανταλώματος και ξεμανταλώματος, καθιστούν το μπουγαδόσκοινο, ένα από τα πιο ευχάριστα αξεσουάρ του οικιακού πολιτισμού…
Αλλά το άπλωμα των ρούχων είναι έμπνευση και κάμποσων χρονογράφων της εποχής, που σκαρώνουν τις ιστορίες τους πέριξ της μπουγάδας. Πολυγραφότατος ο Ψαθάς περιγράφει αστείους καυγάδες μεταξύ κυράδων, αλλά και ψυχοκορών, ευρηματικός ο Τσιφόρος εξηγεί πώς μία οικόσιτη γάτα μπορεί να λειτουργεί υπέρ μιας… κλοπής! Στη μεταπολεμική Ελλάδα της πεντάρας και της δεκάρας, τα παλιατζίδικα προσφέρουν σε προσιτή τιμή την πολυτέλεια ενός ρούχου κι ας είναι και μεταχειρισμένο. Ο ήρωας του Τσιφόρου, λοιπόν, ο Σεραφείμ, έχει εξελίξει τον τρόπο να βγάζει λεφτά, πουλώντας ξένο βιος στα παλιατζίδικα του Μοναστηρακίου: «Έχεις τη γάτα, την πετάς ψηλά προς το μπαλκόνι, όπου στεγνώνουν τα ρούχα, κι αυτή γαντζώνεται στ΄ απλωμένα και καθώς πέφτει, τα σέρνει μαζί της»!
Η σύγχρονη αισθητική
Η ζωή εξελίσσεται και μαζί της τα ήθη και η αισθητική των πολιτών. Τα πλυμένα, που «κοσμούσαν» αυλές και κοινόχρηστους χώρους κάποτε εξαφανίζονται. Η Ελλάδα δεν είναι πια η ψωροκώσταινα των μεταπολεμικών και μετεμφυλιακών χρόνων. Η σύγχρονη αισθητική δεν επιτρέπει απλωμένες σε κοινή θέα σωβρακο-φανέλες και κιλότες. Άσε που η εξέλιξη έχει φέρει και νέα «φρούτα», που καταργούν την αθωότητα και την αγνότητα των ανθρώπων. Οι μπουγάδες που απλώνονται από βραδύς σε κοινή θέα, πιθανότατα δεν θα… ξημερώσουν σωστές. Όλο και κάτι θα έχει βουτήξει κάποιος περαστικός. Έτσι, οι νοικοκυρές προτιμούν να στεγνώνουν τα ρούχα τους στις ασφαλείς ταράτσες -εφόσον διαθέτουν- ή σε εσωτερικά μπαλκόνια και αυλές.
Το 1996, το θέμα της μπουγάδας επανέρχεται με μία παράγραφο σε σειρά αστυνομικών διατάξεων περί γενικότερης «ευταξίας και ευκοσμίας». Με απόφαση του αρχηγού της ΕΛΑΣ, που δημοσιεύεται στις 12 Νοεμβρίου στο ΦΕΚ, απαγορεύεται μεταξύ άλλων, «το άπλωμα ειδών ιματισμού, κλινοσκεπασμάτων και συναφών ειδών σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, εκτός από τους εσωτερικούς χώρους των εξωστών και τις ταράτσες των οικοδομών». Και όχι μόνον τούτο. Απαγορεύεται και «το τίναγμα ειδών ιματισμού, κλινοσκεπασμάτων και συναφών ειδών σε δημόσιους χώρους και από τις θύρες, τα παράθυρα, τους εξώστες των οικιών και από τις άλλες προεξοχές και τις ταράτσες των οικοδομών. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται τούτο κατά τις ώρες 7.30′ έως 8.30′ κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Οκτωβρίου έως την 31 Μαρτίου και κατά τις ώρες 7.00′ έως 8.00΄ κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου έως την 30η Σεπτεμβρίου. Ειδικότερα, ο καθαρισμός των ταπήτων, στρωμάτων και συναφών ειδών, με ραβδισμό, επιτρέπεται μόνο στις αυλές και στις ταράτσες των οικιών και εκτός των ωρών κοινής ησυχίας».
Αλλά η ζωή τρέχει, έχει φύγει μπροστά. Τα στεγνωτήρια, βέβαια δεν έχουν μπει στη ζωή του συνόλου των Ελλήνων (μπορεί να «πιάσει» ένα τέτοιο προϊόν στη χώρα του ήλιου και των ανέμων;), αλλά και η μπουγάδα δεν είναι πια τελετουργία. Γίνεται στο πλυντήριο, στις τρύπες του χρόνου της νοικοκυράς, που επιλέγει κατά κανόνα ρούχα ευκολοστέγνωτα και ευκολοφόρετα. Άσε που μία μπουγάδα απλωμένη σε κοινή θέα δεν αρκεί για να πληγώσει την αισθητική της πόλης, τόσο ώστε να την κυνηγούν τα όργανα της τάξεως. Έχει εκατοντάδες άλλους λόγους να την πληγώνουν…