Ο Σοφός Πνευματικός…

 


Ένας άρχοντας πλούσιος εθησαύριζε κατά πολλά, ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθεί μήτε ελεημοσύνη να κάμει.
Είχεν ένα υιόν έως δέκα χρονών. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος. Του έλεγον οι ιδικοί του να εξομολογηθεί, να κάμη δια την ψυχήν του τίποτε, αυτός τους έλεγεν: Άς είναι καλά το παιδί μου, εκείνο έχει να κάμη δια την ψυχήν μου. Όλος με τον διάβολον ήτο, και η γνώμη του δεν ήλλαζεν.
Εις τον τόπον εκείνον ήτο ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένεια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει εις το σπίτι του πλουσίου.

Κτυπά εις την πόρταν, βγαίνουν και τον ερωτούν τι γυρεύει.
Απεκρίθη πως είναι ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ, λέγει, εις την χώραν σας, έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος και ήλθα να τον ιδώ και εγώ, επειδή είμαι ιατρός.
Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον επαράστεκαν. Τους λέγει:
Πως είναι ο άρρωστος;
Απεκρίθη ο άρρωστος και του λέγει: Αχαμνά είμαι, αφέντη.
Λέγει ο ιατρός: Τι σου λέγουν οι ιατροί της χώρας σας;
Λέγει ο άρρωστος: Με λέγουν πως είμαι αχαμνά δια τον θάνατον.
Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός ιατρός: Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις. Μα ανίσως και ευρίσκετο ένα ιατρικόν οπού γνωρίζω, δεν απέθνησκες.
Του λέγει: Τι ιατρικόν είναι εκείνο οπού χρειάζεται να εύρωμεν;

Καμώνεται πως δεν ηξεύρει και ερωτά: Έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνον ένα έχει.
Του λέγει ο πνευματικός: Να μη λυπάσαι, το ιατρικόν σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πώς δεν αποθνήσκεις.
Γυρεύει να του δώσουν ένα φλυτζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει και καμώνεται πώς και κάτι άλλο ιατρικόν βάνει μέσα και λέγει: Τώρα το ιατρικόν είναι έτοιμον, μόνον χρειάζεται να έλθη το παιδί σου εδώ, να του σπάσω το δάκτυλόν του το μικρόν με το βελόνι, να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πίης και ευθύς να γίνης καλά. Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς και του λέγουν:
Έλα, παιδί μου, οπού ήλθεν ένας ιατρός να κάμη τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξη, όμως το έφεραν.
Καθώς το βλέπει ο ιατρός του λέγει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρόν δάκτυλον μ’ ένα βελόνι, να στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα οπού έχω κάτι ιατρικόν, να δώσω να το πίη ο πατέρας σου, να γίνει ευθύς καλά.
Λέγει το παιδί: Ετρελλάθηκα ή επαλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάκτυλόν μου; Λέγει ο ιατρός: Εις σε, παιδί μου, κρέμαται ή να ζήση ή ν’ αποθάνη. Δεν βλέπεις πόσα εσύναξε να σου αφήσει;
Λέγει το παιδί: Ζήση δεν ζήση, εγώ δεν χαλώ το χέρι μου.

Και έφυγε.
Λέγει ο ιατρός του άρχοντος: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκαμα τούτο, δια να σου δείξω πώς από το παιδί σου μη ελπίζης τίποτε δια την ψυχήν σου να σου κάμη.
Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέγει, εκόλασα την ψυχήν μου δια το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το εβάσταξε η καρδιά του να δώση τρείς σταλαγματιές αίμα δια την ζωήν μου;
Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα δευτέρια του, τας ομολογίας του και τα ξεσχίζει. Εμοίρασεν όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχον, και εκέρδισε τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα όσοι έχετε παιδιά, μη ελπίζετε και λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίσει δια την ψυχήν μου. Ό,τι κάμνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο ευρίσκει εις την άλλην ζωήν.

Διδαχαί Αγίου Κοσμά Αιτωλού