Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται τακτικὰ παρακολουθοῦν καὶ τοὺς κληρικοὺς, γιὰ τοὺς ὁποίους συχνὰ σχηματίζουν ἀρνητικὴ εἰκόνα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν λειτουργεῖ ἀρχιερέας ἢ ὅταν ὑπάρχει ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο, συνήθως σὲ πανηγύρεις. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς δημιουργεῖ πολλοὺς λογισμοὺς καὶ ταλαντεύονται, ἂν πρέπει νὰ συνεχίζουν νὰ πηγαίνουν σὲ κάποιον ἄλλο ναὸ νὰ προσευχηθοῦν. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι γιὰ ὅλους εὔκολο, οὔτε μποροῦν μονίμως νὰ μετακινοῦνται σὲ ἄλλες ἐνορίες, γιὰ νὰ βροῦν τὸ ναὸ ποὺ θέλουν.
Ὁ Χριστὸς ἀπευθυνόμενος στὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ στοὺς μαθητές του, ἔλεγε γιὰ τοὺς νομοδιδασκάλους καὶ Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι ἦταν γνωστοὶ στὸ λαὸ ὡς ἀσυνεπεῖς στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν: «Ὅσα λοιπὸν σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε καὶ νὰ τὰ πράττετε· νὰ μὴ κάνετε ὅμως κατὰ τὰ ἔργα τους, γιατί λένε μόνο καὶ δὲν πράττουν. Φτιάχνουν φορτία βαριά, ποὺ δύσκολα σηκώνονται, καὶ τὰ φορτώνουν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ οἱ ἴδιοι δὲ θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάκτυλό τους νὰ τὰ κινήσουν. Ὅλα τὰ ἔργα τους τὰ πράττουν, γιὰ νὰ κάνουν καλὴ ἐντύπωση στοὺς ἀνθρώπους».
Δυστυχῶς τὴν τακτικὴ τῶν Φαρισαίων τηροῦν καὶ πολλοὶ σύγχρονοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. Ὅμως πρέπει νὰ μιλᾶμε γιὰ ἄξιους κληρικοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι γιὰ ὀκνηροὺς ἠθοποιούς. Πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν τὴν Ἐκκλησία πρόσωπα μὲ φόβο Θεοῦ, ἐνάρετα, χωρὶς ἐξωτερικὴ λάμψη, ἀλλὰ μὲ ταπεινὸ φρόνημα, παραδοσιακὸ ἦθος, ἀνιδιοτέλεια καὶ γενικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ ποικίλο ποίμνιό τους.
Ἰδιαίτερα προσεκτικοὶ πρέπει νὰ εἶναι οἱ νέοι μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ συναισθάνονται τὴ βαρύτητα τῆς ἀρχιερωσύνης τους ποὺ ἐπεδίωξαν, ἐπιλέγουν μόνο τὶς πανηγύρεις ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὶς διάφορες κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Ἀλλά αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ ταυτίζονται μὲ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο. Ἡ φιλοδοξία, ἡ προβολή, ὁ ἐντυπωσιασμὸς τοῦ λαοῦ, ἡ παραπλάνηση τῶν πιστῶν καὶ ἡ ἐπιπολαιότητα στὶς χειροτονίες εἶναι ἀρνητικὰ φαινόμενα ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν στὴν Ἐκκλησία νὰ προσελκύσει τὰ σκορπισμένα μέλη της καὶ νὰ τὰ ὁδηγήσει στὴν πνευματικὴ ζωή.
Οἱ κληρικοὶ πρέπει πάντα νὰ θυμοῦνται ὅτι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι δὲν εἶναι οὔτε θεατὲς οὔτε ἀκροατές. Εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλουν νὰ προσευχηθοῦν, νὰ μετάσχουν στὴ θεία Εὐχαριστία, νὰ ἀποθέσουν τὸν πόνον τους στὸ Χριστό, νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπικοινωνήσουν πνευματικὰ μεταξύ τους. Προφανῶς δὲν πηγαίνουν στὸ ναὸ, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὶς μελῳδικὲς φωνὲς τῶν λειτουργῶν καὶ τὶς ἀπολαυστικὲς ψαλμῳδίες τῶν ὑπερήφανων ἱεροψαλτῶν, οὔτε νὰ θαυμάσουν τὰ λαμπρὰ καὶ ἐντυπωσιακὰ ἄμφια τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν συνοδευόντων αὐτοὺς κληρικῶν καὶ διακόνων. Ἡ λάμψη ἐπίσης τῶν ὀφφικίων, τὰ ἐπανωκαλύμμαυχα καὶ οἱ περίτεχνοι σταυροὶ δὲν συμβάλλουν στὴν ταπεινὴ λατρεία τοῦ ἐν φάτνῃ γεννηθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦνται, λόγῳ σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ταπεινά, χωρὶς λάμψη καὶ ἐντυπωσιακὰ σχέδια καὶ ραψίματα. Πάντα ἡ ὑπέρβολη βλάπτει.
Οἱ ἱερεῖς ποὺ στὸ ναὸ ἐμφανίζονται ὡς ἠθοποιοί, ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν κοσμικὴ προβολή, ἐκτὸς ναοῦ εἶναι ἀπρόσεκτοι καὶ κυκλοφοροῦν στοὺς δρόμους χωρὶς νὰ φέρουν ὁλόκληρη τὴν ἱερατικὴ ἀμφίεση. Δὲν ἀντέχουν τὸ καλυμμαύχι καὶ τὸ ράσο καὶ περιορίζονται μόνο στὸ ἀντερὶ καὶ αὐτὸ ὄχι πάντα μαῦρο. Κάνουν ἐπιλογὴ χρωμάτων. Τελικὰ αὐτὸ ποὺ ἀποκομίζουν δὲν εἶναι ἡ δόξα καὶ ὁ δημόσιος ἔπαινος, ἀλλὰ ἡ ἀπώλεια ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸ πρόσωπό τους ἐκ μέρους τῶν πιστῶν καὶ τῶν καλοπροαίρετων ἀνθρώπων.
Ὁ ὀρθόδοξος λαὸς τῆς πατρίδας μας θέλει τοὺς κληρικοὺς παραδοσιακοὺς σὲ ὅλα. Ἀπορρίπτει τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Τοὺς θέλει φύλακες τῶν ἱερῶν παραδόσεων καὶ παράλληλα νὰ διακρίνονται καὶ γιὰ τὸ ἦθος τους. Σημειώνω ἐδῶ ἕνα σχετικὸ περιστατικό, πού μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση. Εἶχα πάει σὲ κάποιο ὀφθαλμιατρεῖο στὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ μας καὶ περίμενα τὴ σειρά μου γιὰ τὸ γιατρό. Κάποια στιγμὴ ἐμφανίστηκε ἕνας μεγάλης ἡλικίας ἄνθρωπος καὶ κάθισε στὸ διπλανό κάθισμα. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ λεπτά, ἀφοῦ πῆρε κάποιες βαθιὲς ἀνάσες, γιατί εἶχε κουραστεῖ, ἔστρεψε τὸ περίεργο βλέμμα του πρὸς ἐμένα καὶ μὲ ρώτησε:
– Παππούλη, ἐσὺ ἀπὸ ποῦ εἶσαι;
Τοῦ ἀπάντησα γενικά:
– Ἀπὸ ἐδῶ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μητρόπολη.
Ὁ συνομιλητής μου χαμογέλασε καὶ μοῦ εἶπε:
– Ἐγὼ κατάλαβα ὅτι δὲν εἶσαι ἀπὸ ἐδῶ.
Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα:
– Πῶς τὸ κατάλαβες;
Καὶ τότε μοῦ ἀπάντησε μὲ ἱκανοποίηση, ἀλλὰ καὶ μὲ πικρία:
– Ἐσύ, παππούλη, ἔχεις γένεια, καλυμμαύχι καὶ ράσα. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε τέτοιους παπάδες.
Ἀμέσως ὁ συνομιλητής μου ξεθάρρεψε καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ διηγεῖται γιὰ τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν χωριῶν. Ἦταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους καὶ τὴν παρουσία τους. Συνομιλήσαμε ἀρκετὴ ὥρα καὶ τὸν ἔνιωθα νὰ ξεδιψάει. Μὲ ἄκουγε μὲ προσοχὴ καὶ δεχόταν τὰ ὅσα τοῦ ἔλεγα. Εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπὸ τὴν παραδοσιακή μου ἐμφάνιση. Ὅταν χωρίσαμε, χαιρετηθήκαμε μὲ οἰκειότητα, λὲς καὶ ἤμασταν γνώριμοι ἀπὸ παλιά!
Κάτι παρόμοιο εἴχαμε ἀντιμετωπίσει μερικοὶ ἱερεῖς, ὅταν εἴχαμε ἐπισκεφθεῖ τὴν Κατερίνη, γιὰ νὰ παραστοῦμε στὸ γάμο κάποιου γνωστοῦ μας θεολόγου. Περιμέναμε στὸ γραφεῖο τοῦ ναοῦ νὰ ἔλθει καὶ ὁ Μητροπολίτης, ποὺ θὰ τελοῦσε τὸ μυστήριο. Χωρὶς καθυστέρηση ἦλθε καὶ τὸν χαιρετήσαμε. Ἐκεῖνος ξαφνιασμένος κάπως μᾶς ρώτησε:
– Ἀπὸ ποῦ ἤρθατε, πατέρες;
Τοῦ ἀπαντήσαμε ὅτι εἴμαστε ἀπὸ τὴν Κόνιτσα καὶ ἤρθαμε γιὰ τὸ γάμο τοῦ φίλου μας θεολόγου. Ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθόνικος μᾶς ἔκανε καὶ δεύτερη ἐρώτηση:
– Εἶστε χειροτονίες τοῦ Σεβαστιανοῦ,
Ὅταν τοῦ ἀπαντήσαμε καταφατικά, χαμογέλασε καὶ μᾶς εἶπε:
– Μπράβο! Ἔχετε σπουδαῖο Δεσπότη.
Ὁ Μητροπολίτης χάρηκε γιὰ τὴν περιουσία μας καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου μᾶς πρόσεχε ἰδιαίτερα καὶ αὐτό, γιατί ἤξερε ὅτι ὁ Σεβαστιανὸς δὲν χειροτονοῦσε εὔκολα ἱερεῖς. Χαιρόταν ἐπίσης, γιατί καὶ ὁ φίλος θεολόγος ἦταν πνευματικό του τέκνο.
Ἡ Ἐκκλησία μας παραμένει ἡ ἴδια καὶ διατηρεῖ τὴν παράδοσή της. Οἱ νεωτεριστὲς καὶ ἀντιπαραδοσιακοὶ κληρικοὶ δὲν ἔχουν θέση στὴν Ἐκκλησία, γιατί σκανδαλίζουν καὶ δὲν οἰκοδομοῦν πνευματικά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ὅσοι διαφωνοῦν ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς συγχρόνους ἁγίους, τοὺς ὁποίους τόσο ἐπαινοῦν, ἀλλὰ καὶ τόσο ἀπέχουν ἀπ’ αὐτούς.