Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Γεροντισμός: Κυρίως από τα μέσα του εικοστού αιώνα ξεκίνησε να καλλιεργείται ανάμεσα στους πιστούς και εξελίχθηκε στις αρχές του εικοστού πρώτου, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταφέρει να επικρατήσει μέσα στην Εκκλησία.
Πρόκειται για το φαινόμενο του «Γεροντισμού», της αδιάκοπης δηλαδή προσπάθειας του πιστού να συναντήσει έναν «Γέροντα», έναν «Στάρετς» και να αφοσιωθεί σε αυτόν. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα νοσηρό και επιζήμιο. Γίνεται όμως επικίνδυνο και σχεδόν καταστροφικό όταν η ανάγκη αναζήτησης ενός «Γέροντα» φθάνει στην υπερβολή και, χωρίς άλλο, τις περισσότερες φορές τον δημιουργεί και χρίζει κάποιον «Γέροντα» αυτόματα, αδιάκριτα, επιδεκτικά.
Η γνήσια υπακοή που αρμόζει σε κάθε πιστό απέναντι στον πνευματικό του, χωρίς υπερβολή, στην περίπτωση του Γεροντισμού μεταποιήθηκε σε μια αυτοψευδαίσθηση, σε μια εκούσια πλάνη. Ο πιστός που είναι υποχείριο του Γεροντισμού κάνει αδιάκριτη και άβουλη υπακοή στον «Γέροντα», σε ό,τι και αν πει, μόνο και μόνο επειδή το είπε ο ίδιος! Το αποτέλεσμα; Πολλά διαζύγια γεννήθηκαν, πολλά σπίτια έκλεισαν, περιουσίες εξανεμίστηκαν, πολλές προσωπικότητες καταστράφηκαν από τέτοιες ζοφερές καταστάσεις.
Μέσα στην πλάνη του «Γεροντισμού» η μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου απολύτως καταδυναστεύεται, απομονώνεται, περιθωριοποιείται. Έφθασαν στο σημείο σύγχρονοι και αυτόκλητοι, αυτοχρισμένοι «Γέροντες» να εισέρχονται συμβουλευτικά ακόμη και εντός των σπιτιών των πιστών, αν και πολλές φορές δεν είχαν τη σύνεση, έστω και τη διάκριση και προχωρούσαν ακόμη και στις πλέον προσωπικές στιγμές των ζευγαριών, δηθεν, έχοντες το χάρισμα της διόρασης και προόρασης από τον Θεό.
Μέσα στην πλάνη, ακόμη του «Γεροντισμού» κατακερματίζεται το Σώμα της Εκκλησίας, οι ίδιοι οι πιστοί, καθώς κάθε αυτενέργητος «Γέροντας» ακολουθεί δικό του τυπικό και φέρει δική του διδασκαλία, η οποία , πολλές φορές αν όχι τις περισσότερες, έρχεται σε σύγκρουση με αυτή την επίσημη θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Έννοιες όπως η προχειρότητα, η ψυχοπαθολογία, η γραφικότητα ανδρώθηκαν και κυριάρχησαν μέσα στο «Γεροντισμό». Αρκεί να θυμηθεί κάποιος όλες αυτές τις «φιέστες-παρελάσεις» πολλών γραφικών, πλην ταλαιπωρημένων ανθρώπων που, υπό το σχήμα της υπακοής και της ψευδοταπείνωσης προς τον «Γέροντα», κάθε φορά κατακλύζουν τις πλατείες με λάβαρα και σταυρούς και ζητούν τα πάντα απ᾿ όλους, να πάρουν την Πόλη των πόλεων, να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς κ.ά., επιτεθέμενοι, ταυτόχρονα, σε κάθε άλλο πρόσωπο που «τόλμησε» να διαφέρει απ᾿ αυτούς και να εκφράσει τον αντίλογό του.
Στο κέντρο και στα προάστια των Αθηνών και σε όλη την Ελλάδα, είναι σύνηθες το φαινόμενο: μικρά, μισογκρεμισμένα έως εχθές κελιά μοναχών, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, μεταποιούνται σε μοναστικά καθιδρύματα και σε «ένθερμα» μοναστικά ησυχαστήρια. Εκεί, άνθρωποι αγνώστου προελεύσεως, πολλοί επ᾿ αυτούς παλαιοημερολογίτες, χωρίς κανονικές χειροτονίες αλλά και πολλοί άλλοι, εγκαθιδρύονται αυτόκλητοι και αλλοίμονο σε όποιον πιστό κάνει το λάθος και τους συναντήσει.
Και την ίδια ώρα που ο «Γεροντισμός» κυριαρχεί και οδηγεί περισσότερους πιστούς σε μια ρηχή και ψεύτικη, σχεδόν αποχαυνωμένη πνευματικότητα, η επίσημη Εκκλησία ασχολείται με άλλα, πλέον ουσιώδη προφανώς ζητήματα, παρέχοντας χώρο και χρόνο σε όλους αυτούς τους ψευτοΓέροντες να αλωνίζουν παντού, ακόμη και μέσα στο κέντρο των Αθηνών.
Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η επίσημη Εκκλησία να θέσει έναν φραγμό σε αυτούς τους «φωτισμένους» Γέροντες, να διαφωτίσει επαρκώς και καταλλήλως τους πιστούς, προτού αυτοί παρασύρουν και άλλες απονήρευτες ψυχές κοντά τους. Και, ως έλεγε ο Φώτης Κόντογλου για όλους αυτούς τους αυτοχρισμένους «Αββάδες», «ας κοιτάξουν πια τον εαυτό τους, αρκετά μας έσωσαν! Φθάνει, δε χρειάζεται να σώσουν και άλλους».