Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Στὴν ἐποχή μας, ποὺ τὰ ταξίδια εἶναι εὔκολα, παρατηροῦμε πολλοὺς χριστιανοὺς νὰ ἐπιλέγουν τὶς προσκυνηματικὲς περιηγήσεις ἢ, ὅπως λέγεται, τὸ θρησκευτικὸ τουρισμό. Παίρνουν τὰ μοναστήρια καὶ τὰ προσκυνήματα μὲ τὴ σειρὰ καὶ μένουν εὐχαριστημένοι, γιατί προσκύνησαν ἱστορικὲς εἰκόνες καὶ ἱερὰ λείψανα ἁγίων, ἀλλὰ καὶ γιατί τοὺς μίλησαν οἱ ὑπεύθυνοι μοναχοί. Παράλληλα περνοῦν καλὰ σὰν κοσμικοὶ τουρίστες. Συνδυάζουν τὸ πνευματικὸ μετὰ τοῦ τερπνοῦ καὶ τελικὰ στὴ μνήμη τους μένει τὸ δεύτερο, ἐνῷ γρήγορα χάνουν τὸ πρῶτο καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ προσωπική τους ζωὴ παραμένει ἡ ἴδια. Ἁπλὰ ἱκανοποιοῦν τὴν περιέργειά τους, ἀλλὰ δὲν ἀνησυχοῦν γιὰ τὴν ἀνυπαρξία πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ γιὰ τὶς καθημερινὲς ἁμαρτωλὲς συνήθειές τους. Οἱ περισσότεροι προσκυνητὲς μένουν ἀδιάβροχοι καὶ πολλὲς φορές ὁ συγχρωτισμὸς ποὺ παρατηρεῖται στὰ μέρη ποὺ ἐπισκέπτονται τοὺς βλάπτει πνευματικά, ἀφοῦ αὐξάνει τοὺς πειρασμούς. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ οἱ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις. Ὁ θρησκευτικὸς τουρισμὸς δὲν περιορίζεται σὲ προορισμοὺς μόνο ἐντός τῆς χώρας. Μεγάλο πλῆθος κατευθύνεται καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ Σινά. Πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου εἶναι «φανερὰ τὰ σημεῖα τῆς ἔνσαρκης ἐπιδημίας τοῦ Κυρίου», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦν «κατόρθωμα ἀρετῆς». Κάτι φυσικὰ ποὺ δὲν εἶναι.
Ἡ συνήθεια τῆς ἐπίσκεψης τῶν Ἁγίων Τόπων εἶναι πολὺ παλαιά. Ἰδιαίτερη ἐπιθυμία εἶχαν καὶ ἔχουν οἱ μονάζοντες, οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τὰ μοναστήρια τους καὶ τὴν ἡσυχία τους καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ γιὰ προσκύνημα καὶ εὐλογία, ἀντιμετωπίζοντας φοβεροὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τὸ ἑτερόκλητο πλῆθος τῶν τουριστῶν. Σὲ ἄλλες ἐποχὲς οἱ προσκυνητὲς μετακινοῦνταν μὲ πολλὲς δυσκολίες. Ὁδοιποροῦσαν, ταξίδευαν μὲ πλοῖα καὶ ταλαιπωροῦνταν. Τὸ ταξίδι τους διαρκοῦσε ἀρκετὲς μέρες καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἄσχετους περὶ τὴν πίστη ἀνθρώπους ἦταν ἀναπόφευκτη. Καὶ ὅταν ἔφθαναν στὸν προορισμό τους, ἀντιμετώπιζαν τὸ κοσμοπολίτικο πνεῦμα ποὺ ἐπικρατοῦσε. Βρίσκονταν σὲ ἕνα τόπο ποὺ ἦταν ἱερός, ἀλλὰ καὶ κατοικία ποικίλης ἁμαρτίας.
Τὰ ὅσα σημειώνουμε ἐδῶ εὔκολα μποροῦν νὰ προκαλέσουν μερικοὺς φίλους τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ καὶ ἰδιαίτερα τούς προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὅμως ἂς μὴ θεωρήσουν τὶς σκέψεις μας ἀσεβεῖς, γιατί δὲν εἴναι δικές μας, εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ποὺ περιέχονται σὲ μία ἐπιστολή του ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ ἅγιος δίνει ἀπάντηση καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀντίρρηση, γιατί καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Διευκρινίζει ὅμως ὅτι εἶχε βρεθεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα ὡς ἀπεσταλμένος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, προκειμένου νὰ διευθετήσει διάφορα θέματα μὲ τοὺς προϊσταμένους τῶν ἐκκλησιῶν. Περιγράφει ἀκόμα καὶ τὸ ταξίδι του ἐκεῖ, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ὁ εὐσεβέστατος Βασιλιὰς Μέγας Θεοδόσιος μᾶς εἶχε ἐξασφαλίσει τὴν ἄνεση στὸ ταξὶδι μὲ δημόσιο ὄχημα κι ἔτσι δὲν ἦταν καθόλου ἀνάγκη νὰ ὑποφέρω κι ἐγὼ ὅσα ἀνέφερα γιὰ τοὺς ἄλλους. Τό ὄχημα τὸ εἴχαμε κάνει ἐκκλησία καὶ μοναστήρι καὶ σὲ ὅλο τὸ ταξίδι ψάλλαμε ὅλοι μαζὶ καὶ νηστεύαμε γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἡ δική μου λοιπὸν περίπτωση νὰ μὴ σκανδαλίζει κανένα, ἀλλὰ νὰ κάνει τὴ συμβουλή μου πιὸ πειστική, ἐπειδὴ δίνω συμβουλὲς γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Ἐγὼ ὁμολόγησα ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς φανερώθηκε εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ προτοῦ μεταβῶ ἐπὶ τόπου κι ἔπειτα ἀπὸ αὐτό· κι οὔτε ἡ πίστη μου ἐλαττώθηκε οὔτε αὐξήθηκε ἔπειτα ἀπὸ αὐτό».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσης λέει ὅτι ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια καὶ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναγκαία ἡ ἐπίσκεψη τῶν Ἁγίων Τόπων, γιὰ νὰ τὰ γνωρίσουμε. «Τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῆς Παρθένου τὴν ξέραμε καὶ πρὶν πᾶμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τὴν πιστέψαμε προτοῦ βρεθοῦμε μπροστὰ στὸ μνῆμα του, καθὼς καὶ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανοὺς τὴν ὁμολογήσαμε ὡς ἀληθινὴ προτοῦ δοῦμε τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν».
Καὶ καταλήγει ὁ ἅγιος λέγοντας ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πονηροὺς λογισμοὺς καὶ δὲν ἀγωνίζονται πνευματικά, δὲν ὠφελοῦνται ἀπὸ τὶς προσκυνηματικὲς περιηγήσεις.